Η προεκλογική οικονομική ατζέντα του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ενσωματώνει φιλοδοξίες αλλά και προκλήσεις που ενδέχεται να δυσχεράνουν την υλοποίησή της, καθώς διακρίνονται δύο βασικά αδύναμα σημεία, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο στη στρατηγική του. Πρώτο είναι η πρότασή του για ενιαίο δασμό 60% στα κινεζικά προϊόντα και 10-20% στις εισαγωγές από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στην προστασία της αμερικανικής οικονομίας από τον διεθνή ανταγωνισμό. Παρόλο που μπορεί να φέρει βραχυπρόθεσμα έσοδα στον ελλειμματικό προϋπολογισμό, ενέχει κινδύνους για την αύξηση του πληθωρισμού, καθώς τα προϊόντα για τους Αμερικανούς καταναλωτές και επιχειρήσεις θα ακριβύνουν. Ταυτόχρονα, οι εμπορικοί πόλεμοι που πιθανόν να προκύψουν από τις μονομερείς αυτές κινήσεις μπορεί να βλάψουν το διεθνές εμπόριο.
Η ΕΕ αναζητά διπλωματικές λύσεις
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναζητά διπλωματικές λύσεις, όπως αυξημένες εισαγωγές αμερικανικού LNG, ελπίζοντας να αποφευχθεί η σύγκρουση. Ωστόσο, η δυναμική των σχέσεων Ουάσιγκτον – Βρυξελλών θα εξαρτηθεί από την προσέγγιση που θα ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση.
Το δεύτερο αδύναμο σημείο αφορά το δημόσιο χρέος, που εκτιμάται πως το 2024 θα φτάσει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 123% του ΑΕΠ. Παρά τις υποσχέσεις του Τραμπ για φορολογικές ελαφρύνσεις, όπως η μείωση του εταιρικού συντελεστή από 21% σε 15%, οι αναλύσεις δείχνουν ότι αυτές οι πολιτικές θα προσθέσουν σχεδόν 8 τρισεκατομμύρια στο χρέος μέσα σε μία δεκαετία. Οι αγορές και οι οίκοι αξιολόγησης ήδη αποτυπώνουν τις ανησυχίες τους, γεγονός που καθιστά τη διαχείριση του χρέους προτεραιότητα.
Ο Ρόλος του Ίλον Μασκ στη νέα κυβέρνηση
Η προσπάθεια συγκράτησης του κόστους, μέσω ενός νέου συμβουλευτικού οργάνου, θα δοκιμαστεί έντονα. Σημαντικό ρόλο αναλαμβάνει ο Ίλον Μασκ, ο οποίος έχει δεσμευτεί να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Παρότι η προοπτική αυτή φαντάζει θετική, η πρακτική εφαρμογή παραμένει αβέβαιη.