ΕΞ ΑΠΟΚΡΥΦΩΝ: Οι προσδοκίες της Άγκυρας από τη νίκη του Τραμπ

Οι εντάσεις στο παρελθόν, τα «αγκάθια» και οι προοπτικές βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών από τη νέα συνεργασία του Ερντογάν με τον θριαμβευτή των αμερικανικών εκλογών
19:55 - 8 Νοέμβριος 2024

Η Τουρκία τηρούσε προσεκτική και ουδέτερη στάση πριν από τις αμερικανικές εκλογές, που τελικά επανέφεραν τον Ντόναλντ Τραμπ παντοδύναμο στην προεδρία, αποφεύγοντας δημόσιες δηλώσεις ή εκτιμήσεις σχετικά με τους υποψήφιους προέδρους. Αυτή η σιωπή εξέφραζε την πρόθεση της Άγκυρας να αποφύγει πιθανή ανάμειξη, με σκοπό να διατηρήσει σταθερές σχέσεις με την Ουάσινγκτον, ανεξαρτήτως ποιος θα εκλεγεί.

Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο, μπορεί να ωφεληθεί από τη νίκη του Τραμπ. Ακόμη και αν η επιστροφή του πρώην προέδρου στον προεδρικό θώκο έχει «αγκάθια», σύμφωνα με ειδικούς, θα μπορούσε τουλάχιστον να αναζωογονήσει τον διάλογο που έχει σχεδόν εκλείψει.

Κατά τη διάρκεια της τετραετούς θητείας του Τραμπ στον Λευκό Οίκο οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες εντάσεις. Επεισόδια όπως η υπόθεση του πάστορα Μπράνσον το 2018, οι διαφωνίες για τη στήριξη των Κούρδων της Συρίας (YPG) και η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στο δίκτυο Γκιουλέν, γνωστό σαν FETÖ, αποτυπώνουν τη συνεχή επιδείνωση των διμερών δεσμών την τελευταία δεκαετία. Τώρα, με την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, η Άγκυρα μπορεί να προσβλέπει σε μια επιστροφή στον διάλογο. Αυτό δεν ίσχυε κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. Όταν οι γραφειοκράτες του Ομπάμα επανήλθαν στην εξουσία, οι δίαυλοι διαλόγου ουσιαστικά εκμηδενίστηκαν, με πολλές υποθέσεις όπως η συμφωνία για τα F-16, τα F-35 και τη βόρεια Συρία να παραμένουν εκκρεμείς.

Η Άγκυρα προσβλέπει στην επιστροφή στο διάλογο μετά την εκλογή Τραμπ

Τα προβλήματα ξεκίνησαν το 2003 με την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ και συνεχίστηκαν στις θητείες των προέδρων Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν. Ωστόσο ο Τραμπ άκουγε τις ανησυχίες της Τουρκίας σχετικά με το YPG, το συριακό παρακλάδι του PKK, το οποίο ελέγχει την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή από το 2015. Η πίεση από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις όμως εμπόδισε τον Τραμπ να προχωρήσει σε αλλαγές στην πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Συρία, όπως ζητούσε η Τουρκία. Η επανεκλογή του Τραμπ ίσως αναζωογονήσει τον αμερικανοτουρκικό διάλογο και διευθετήσει ορισμένες κρίσεις, όπως αυτή που αφορά τη Συρία.

Οι Τραμπ και Ερντογάν έχουν συναντηθεί συνολικά εννέα φορές, σε αντίθεση με μία μόνο συνάντηση του Μπάιντεν με τον Ερντογάν το 2021. Αυτές οι συναντήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ο Τραμπ, αν και απρόβλεπτος, πρόβαλε περισσότερο τη διαπροσωπική σχέση του με τον Ερντογάν, η οποία βοήθησε στη μείωση των εντάσεων, παρά τις πολιτικές διαφωνίες τους. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν δεν επισκέφθηκε ούτε μία φορά την Τουρκία, αλλά ούτε κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο. Αρνήθηκε μάλιστα να διακόψει τη στήριξή του στο κουρδικό YPG και να εκδώσει τον Γκιουλέν και άλλα στελέχη του FETÖ. Σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο Μπάιντεν ακολούθησε μια σταθερή, ως επί το πλείστον θεσμική και συνεκτική πολιτική έναντι της Τουρκίας, χωρίς απότομες αλλαγές ή αντιφάσεις.

Πιο πρόσφατα η Άγκυρα, ως ένθερμος υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήματος, έχει επανειλημμένα κατακρίνει τις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπάιντεν για την παροχή στρατιωτικής και πολιτικής κάλυψης στο Ισραήλ και τις «πολεμικές του εγκληματικές ενέργειες». Επίσης, η Τουρκία θεωρεί απαράδεκτη τη σταθερή υποστήριξη του Τραμπ στο Ισραήλ. Αρκετοί Τούρκοι θεωρούσαν ότι η Χάρις -δεν είχε δώσει δείγματα σε θέματα εξωτερικής πολιτικής- θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζημιά που έχει προκαλέσει ο Μπάιντεν στις σχέσεις Ουάσινγκτον – Άγκυρας ή να εφαρμόσει νέα πολιτική προς την Τουρκία. Δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας χρειάζονται ανασυγκρότηση και οι εξελίξεις μπορεί να προσφέρουν ευκαιρίες για μια πιο εποικοδομητική προσέγγιση.

Ένας κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας είναι ότι ο ίδιος ο Ερντογάν έχει οικοδομήσει την πολιτική του εικόνα στο εσωτερικό της χώρας και κυρίως στην εκλογική βάση του ως ηγέτης στο τιμόνι μιας ισχυρής και ανερχόμενης δύναμης. Αυτή η στρατηγική τον ενισχύει, προβάλλοντας την ηγεσία του σαν εγγύηση για περαιτέρω ανάπτυξη και σταθερότητα στην Τουρκία, γεγονός που του εξασφαλίζει λαϊκή υποστήριξη.

Στρατηγικής σημασίας η ενίσχυση της αεράμυνας

Στην ομιλία του ανήμερα της 101ης επετείου από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας ο Ερντογάν τόνισε τη στρατηγική σημασία της ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, δηλώνοντας ότι η Τουρκία έχει κατακτήσει την κορυφή στην παγκόσμια παραγωγή ένοπλων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Από το 2018 το 65% των παγκόσμιων πωλήσεων UAV/drones πραγματοποιείται από τουρκικές εταιρείες, γεγονός που αναδεικνύει την τεχνολογική πρόοδο της χώρας στον τομέα αυτόν. Εξήγγειλε επίσης την ενίσχυση της χώρας με πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, υπογραμμίζοντας την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να ενισχύσει περαιτέρω τις αμυντικές της δυνατότητες και να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια.

Εν κατακλείδι, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια κομβική καμπή των σχέσεών τους, καθώς η πολιτική κατεύθυνση και η στρατηγική συνεργασία τους θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη στάση του Τραμπ. Ο διάλογος και η συνεργασία αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την επίλυση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες και η ανάγκη για μια ισχυρή και εποικοδομητική σχέση είναι πιο επιτακτική από ποτέ, με την τουρκική αμυντική στρατηγική να παραμένει θεμέλιος λίθος της πολιτικής της Άγκυρας.