Σε νοσοκομείο της Πενσιλβάνια, όπου νοσηλευόταν, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 83 ετών, ο Φετουλάχ Γκιουλέν. Από το 1999 βρισκόταν αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ, έχοντας μπει στο μάτι των κεμαλιστών στρατηγών, που ήταν τότε πανίσχυροι. Αν και αρχικά υπήρξε συνοδοιπόρος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, την τελευταία δεκαετία οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν ραγδαία. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 ο Τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε ως υπαίτιο τον Γκιουλέν, με αποτέλεσμα να τον καταζητεί ως τρομοκράτη. Οι ΗΠΑ απέρριψαν κατ’ επανάληψη αιτήματα της Τουρκίας για την έκδοσή του.
Γεννήθηκε στο χωριό Κορουτσούκ του Ερζερούμ και διαπαιδαγωγήθηκε από τον ιμάμη πατέρα του. Από το 1959 έως το 1965 εργάστηκε ως ιμάμης και δάσκαλος του Κορανίου. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας το 1963, διορίστηκε επικεφαλής ιεροκήρυκας στο Κιρκλαρελί και το 1966 στη Σμύρνη. Τα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν βρέθηκε συχνά στη φυλακή, για «προπαγάνδα» για την καταστροφή της κοσμικής τουρκικής τάξης και την ίδρυση «θρησκευτικού κράτους». Από το 1986 άρχισε να δρα με μεγαλύτερη ελευθερία. Δημιούργησε ένα ισλαμιστικό κίνημα με δική του ταυτότητα και ένα μεγάλο δίκτυο υποστηρικτών και οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης και την προσφορά κοινωνικού έργου. Μεγάλη μερίδα του τουρκικού πολιτικού συστήματος τον είχε κατηγορήσει ως «μακρύ χέρι» της Ουάσινγκτον στο ισλαμικό κίνημα.