Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Αυστρίας, ένα ακροδεξιό κόμμα ήρθε πρώτο στις βουλευτικές εκλογές. Σύμφωνα με τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα, το Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) αύξησε το ποσοστό του σχεδόν κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2019, λαμβάνοντας 29%. Το Λαϊκό Κόμμα (ÖVP), που κυβερνά σταθερά από το 1987, υποχωρεί από το 37,5% στο επίπεδο του 26% (-11,5 μονάδες).
Το έτερο βασικό κυβερνόν κόμμα μεταπολεμικά, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SPÖ), διατήρησε το ποσοστό του περί το 21%. Για την τέταρτη θέση μάχονται περί το 9% οι φιλελεύθεροι NEOS (με μικρή ενίσχυση των δυνάμεών τους) και οι Πράσινοι, που απωλέσαν πάνω από το ένα τρίτο της εκλογικής τους δύναμης. Μέρος της φαίνεται να κατευθύνθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα (KPÖ), που πάντως δύσκολα θα ξεπεράσει το όριο του 4%, για να βρεθεί στο κοινοβούλιο (κάτι που έχει να συμβεί από τη δεκαετία του ’50). Το ίδιο ισχύει και για το λαϊκίστικο Κόμμα της Μπίρας.
Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το FPÖ θα βρεθεί στην κυβέρνηση, αλλά θα είναι η πρώτη φορά που θα είναι ο ισχυρός κυβερνητικός εταίρος. Ο ηγέτης του ÖVP και καγκελάριος, Καρλ Νεχάμερ, δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο συνεργασίας, αλλά αποκλείει να στηρίξει ως πρωθυπουργό τον ηγέτη του FPÖ, Χέρμπερτ Κικλ, ο οποίος το τελευταίο διάστημα δηλώνει ότι θέλει να γίνει «καγκελάριος του λαού», όρο που χρησιμοποιούσε και ο (αυστριακής καταγωγής) Αδόλφος Χίτλερ.
Ο προερχόμενος από τους Πράσινους ομοσπονδιακός πρόεδρος, Αλεξάντερ φαν ντερ Μπέλεν, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν θα δώσει την εντολή στον Κικλ, αφήνοντας πάντως ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχθεί κάποιον άλλον από το Κόμμα της Ελευθερίας. Εναλλακτικά θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση μειοψηφίας του ÖVP με το NEOS και την ανοχή του SPÖ, πλην όμως κάτι τέτοιο πιθανότατα θα ενισχύσει περαιτέρω το FPÖ, που θα αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση και θα εμφανίζεται ως μόνη εναλλακτική.