Στις 28 Μαΐου 2012, η κορυφαία ρωσική εταιρεία ασφάλειας Kaspersky Labs αποκάλυψε την ύπαρξη και τον τρόπο λειτουργίας «του πιο εξελιγμένου όπλου που κυκλοφόρησε μέχρι τώρα στον κυβερνοχώρο». Αφορούσε την εξαιρετικά περίπλοκη κυβερνοεπίθεση με την ονομασία Flame (φλόγα), η οποία διεξαγόταν ανηλεώς από τον Αύγουστο του 2010. Ο Eugene Kaspersky, ιδρυτής της εταιρείας, που έφερε στη δημοσιότητα την Flame, προειδοποίησε πως η εξελισσόμενη απειλή της κυβερνοτρομοκρατίας θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της ζωής στη Γη, τουλάχιστον έτσι όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα! Καταστροφολογικά σενάρια εκείνη τη χρονιά αποτελούσαν ένα σύνηθες φαινόμενο, αλλά καθόσον οι εκκλήσεις για παγκόσμια συντονισμένες προσπάθειες αποτροπής των αναδυόμενων απειλών προέρχονταν από έναν τεχνοκράτη όπως ο Kaspersky, αυτό κτύπησε πιο δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου. Σε ομιλία του ιδίου σε συνέδριο κυβερνοασφάλειας στο Τελ Αβίβ αποκάλυψε πως «δεν είναι πια κυβερνοπόλεμος αλλά κυβερνοτρομοκρατία, την οποία θα γνωρίσουν σύντομα πολλές χώρες ανά τον κόσμο» και πως «μία παγκόσμια διαδικτυακή συσκότιση και καίριες επιθέσεις σε βάρος βασικών υποδομών θα αποτελέσουν τις πιο συχνές μορφές πανδημίας κυβερνοεπιθέσεων».
Το Flame φαίνεται να αποτελεί τον διάδοχο του Stuxnet, του επαναστατικού ιού/σαμποτέρ που προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στις ιρανικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ουρανίου στο Natanz τη διετία 2009-2010. Επιτίθεται στα λειτουργικά συστήματα των Windows και έχει τη δυνατότητα εγγραφής ήχου μέσω ενός μικροφώνου. τη λήψη στιγμιότυπων οθόνης (screenshots), τη μετατροπή υπολογιστών με Bluetooth σε πομπούς υποκλοπής πληροφοριών από άλλες συσκευές επίσης με Bluetooth, δεδομένα που δεν αφήνουν αμφιβολία πως πίσω από τον ιό της κατασκοπείας στον κυβερνοχώρο βρίσκεται κάποιο κράτος. Ανάμεσα στις πληγείσες χώρες είναι το Ιράν, το Σουδάν, η Συρία, ο Λίβανος, η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ. Στην αντίπαλη όχθη θεωρητικά βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Ινδία, πάλι το Ισραήλ, η Κίνα και η Ρωσία, καθώς είναι οι πιο ύποπτες χώρες μεταξύ αυτών που διαθέτουν την τεχνογνωσία και τα 100.000.000 δολάρια που απαιτούνται για τη δημιουργία του Flame.
Η αδιάκριτη φύση των κυβερνοόπλων έχει ευνοήσει την απρόσκοπτη εξέλιξη από τον κυβερνοπόλεμο στην κυβερνοτρομοκρατία, σε σημείο που ακόμα και τα κράτη που διοχετεύουν ιούς -όπως το Stuxnet ή το Flame- δεν μπορούν να τους ελέγξουν μετά την απελευθέρωσή τους σε έναν χώρο που δεν γνωρίζει ούτως ή άλλως εθνικά σύνορα. Σαν να μην έφταναν οι κάθε είδους χημικές, βιολογικές και πυρηνικές απειλές που απειλούν την επιβίωση του είδους στον πλανήτη, αποκαλυπτικά σενάρια θα γράφονται στο εξής και στις οθόνες των υπολογιστών…
Η χειραγώγηση της κοινής γνώμης
Από τον πρώτo πόλεμο του Κόλπου ήδη έγινε φανερό πως η εισβολή σε μία χώρα που δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τις συμμαχικές δυνάμεις συχνά συνοδεύεται από στοχευμένες προσπάθειες επηρεασμού της (συνήθως αρνητικής) κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ. Εδώ και περίπου έναν χρόνο τα εγχώρια και διεθνή ΜΜΕ πλημμυρίζονται από φρικτές ιστορίες από τη Συρία, οι οποίες ως διά μαγείας… εξαφανίζονται, όταν το σύμμαχο Ιράν φαίνεται πιο πρόθυμο να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο ιστότοπος του BBC, που χρησιμοποίησε μία ανατριχιαστική φωτογραφία του 2003 από το Ιράκ, πάνω από την ανταπόκριση για τη σφαγή που συνέβη στην πόλη Χούλα της Συρίας στις 25 Μαΐου 2012.
Στον απόηχο της τραγικής αυτής είδησης το BBC κυκλοφόρησε την είδηση, συνοδευόμενη από μία φωτογραφία που έδειχνε σειρές και σειρές από πτώματα παιδιών εν αναμονή της ταφής τους. Ο φωτογράφος Marco Di Lauro είχε τραβήξει τη φωτογραφία στο Ιράκ στις 27 Μαρτίου 2003 και «σχεδόν έπεσε από την καρέκλα του» αφότου διαπίστωσε πως η εικόνα της ιστοσελίδας ήταν δική του και επιπλέον είχε την εξόχως παραπλανητική λεζάντα: «Φωτογραφία ακτιβιστή που δεν μπορεί να επαληθευτεί και που πιστεύεται ότι δείχνει σώματα των παιδιών της Χούλα που περιμένουν την ταφή τους». Η φωτογραφία είναι ήδη αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Di Lauro και αποτελεί τμήμα του αφιερώματός του για τον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου, με τον τίτλο «Ο απόηχος του Σαντάμ». Σε συνέντευξή του στη βρετανική «Daily Telegraph», ο Di Lauro καταδίκασε το BBC για την… «ευκολία με την οποία αναρτά οτιδήποτε για να χρησιμοποιηθεί για τους προπαγανδιστικούς σκοπούς του καναλιού».
Η φωτογραφία κατέβηκε εντός ωρών από την ιστοσελίδα του BBC, εκπρόσωπος του οποίου είπε πως η λεζάντα ήταν ξεκάθαρη σχετικά με την αδυναμία διασταύρωσης της εγκυρότητας της φωτογραφίας. Όντως οι πηγές του υλικού που προέρχεται από την απομονωμένη Συρία είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαληθευτούν. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που αυτή η αδυναμία επαλήθευσης δεν μπορεί να γίνει, για τον απλούστατο λόγο πως οι πληροφορίες που αναμεταδίδονται είναι ψευδείς. Όταν ολόκληρο BBC πιάνεται επ’ αυτοφώρω να χρησιμοποιεί παραπλανητικές φωτογραφίες για να δαιμονοποιήσει μία ολόκληρη χώρα, εύλογα θα αναρωτηθεί ο μέσος αναγνώστης τι άλλες πληροφορίες έχουν περάσει ανεξακρίβωτες από τα δελτία ειδήσεων.