Το πολεμικό συμβούλιο του Ισραήλ συζήτησε αναλυτικά τα σχέδια βομβαρδισμού στρατιωτικών στόχων σε όλο το Ιράν, όμως τελικά υπέκυψε στη διεθνή διπλωματική πίεση. Δημοσίευμα των «New York Times» αναφέρει ότι αρχικά ο σχεδιασμός ήταν για μια σαφώς μεγαλύτερη απάντηση στην ιρανική επίθεση της 13ης Απριλίου. Μάλιστα, οι σχετικές συζητήσεις είχαν αρχίσει την εβδομάδα που προηγήθηκε, καθώς στο Τελ Αβίβ αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσε να μείνει χωρίς απάντηση η επίθεση στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό.
Ο σχεδιασμός είχε δύο σκέλη: Το πρώτο αφορούσε αμυντικές προετοιμασίες για την αναχαίτιση της ιρανικής επίθεσης, σε συνεργασία με την αμερικανική διοίκηση και τους στρατούς Βρετανίας, Γαλλίας και Ιορδανίας. Το δεύτερος σκέλος αφορούσε την απάντηση του Ισραήλ μετά το χτύπημα. Αρχικά, στο Τελ Αβίβ πίστευαν ότι το Ιράν θα επιτεθεί με ένα «σμήνος» μεγάλων drones και καμιά δεκαριά βαλλιστικούς πυραύλους. Καθώς οι ημέρες περνούσαν, πλήθαιναν οι πληροφορίες περί μεγαλύτερης ιρανικής επίθεσης με έως και 60 πυραύλους. Αντιδρώντας σε αυτές η ισραηλινή πλευρά σχεδίαζε όλο και ισχυρότερη αντεπίθεση, η οποία μάλιστα θα ξεκινούσε πριν ολοκληρωθεί το ιρανικό χτύπημα. Το σχέδιο φέρεται να παρουσιάστηκε από την ηγεσία του στρατού στο πολεμικό συμβούλιο, την Παρασκευή.
Όταν το επόμενο βράδυ εκδηλώθηκε η επίθεση, αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη των προβλέψεων. Όμως αναχαιτίστηκε χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ζημιές – κάτι που γέννησε αμφιβολίες για το εάν πρέπει να υπάρξει απάντηση αμέσως. Κρίθηκε, επίσης, ότι μια αντεπίθεση σε σύντομο χρόνο θα μπορούσε να αποδυναμώσει την άμυνα. Την πλάστιγγα έγειρε τηλεφωνική συνομιλία του πρωθυπουργού Νετανιάχου, ξημερώματα Κυριακής, με τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος του είπε να θεωρήσει την επιτυχημένη αμυντική προσπάθεια ως νίκη και να μη δώσει συνέχεια.
Αντί μιας άμεσης και σκληρής απάντησης, τελικά το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε ένα αεροσκάφος, αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικά του Ιράν, να εξαπολύσει δύο πυραύλους, ενώ παράλληλα στάλθηκαν μερικά drones για να προκαλέσουν σύγχυση στην ιρανική αεράμυνα. Όταν ο πρώτος πύραυλος βρήκε τον στόχο του, οι Ισραηλινοί υποστηρίζουν ότι κατέστρεψαν τον δεύτερο εν πτήσει, για να αποτρέψουν μεγαλύτερη ζημιά.
Αξιωματούχοι δυτικών κρατών αντιτείνουν ότι μάλλον ο δεύτερος παρουσίασε δυσλειτουργία, καθώς ακόμα είναι φρέσκο το σοκ της 7ης Οκτωβρίου για τόσο μετριοπαθείς αποφάσεις. Μόλις χθες, ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού, Ααρόν Χαλίβα, παραιτήθηκε αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την αποτυχία να αποτραπεί η επίθεση της Χαμάς. Στην επιστολή παραίτησης ζητά τη σύσταση ερευνητικής επιτροπής «η οποία θα μπορεί να ερευνήσει και να διαπιστώσει με ενδελεχή, εμπεριστατωμένο, ολοκληρωμένο και ακριβή τρόπο όλους τους παράγοντες και τις συνθήκες που οδήγησαν στα δύσκολα γεγονότα» του Οκτωβρίου.