Σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το 2060 η Τουρκία προβλέπεται να έχει μέγεθος ΑΕΠ που θα υπερβαίνει τα 7 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση παγκοσμίως. Αυτή είναι φυσικά μια πρόβλεψη των τεχνοκρατών του ΟΟΣΑ, η οποία δεν είναι απαραίτητο να επιβεβαιωθεί. Ωστόσο, εκφράζει την προβολή των τρεχουσών τάσεων, αλλά και το πώς βλέπουν οι υπόλοιποι την Τουρκία. Συνεπώς είμαστε υποχρεωμένοι να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη. Αν το 2060 είναι ακόμη μακριά, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε η τουρκική οικονομία από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα.
Με βάση ένα άλλο διεθνές μέτρο σύγκρισης που είναι το ΑΕΠ σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (GDP Purchase Power Parity), υπολογισμένο σε σταθερές τιμές 2017 (Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα), διαπιστώνουμε ότι την τελευταία εικοσαετία η τουρκική οικονομία αυξήθηκε αλματωδώς, σε αντίθεση με την οικονομία της Ελλάδας, η οποία ακόμη υπολείπεται του μεγέθους που είχε το 2008. Δηλαδή, καθ’ όλη τη 15ετία που η Ελλάδα παλεύει να ισορροπήσει μετά τη χρεοκοπία του 2008, η τουρκική οικονομία μεγεθύνεται εντυπωσιακά.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η εικοσαετία Ερντογάν είναι επομένως μια περίοδος μεγέθυνσης της τουρκικής οικονομίας παρά τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει (υποτίμηση νομίσματος, πληθωρισμός) και τις κοινωνικές συνέπειες που αυτά συνεπάγονται. Η μεγέθυνση αυτή δεν ευνόησε βεβαίως το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού, ο οποίος σε μεγάλο ποσοστό δεινοπαθεί από τη φτώχεια και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, είναι σαφές ότι χάρη στην εισροή ξένων κεφαλαίων και την εκμετάλλευση του φθηνού και άφθονου εργατικού δυναμικού, η Τουρκία απέκτησε σημαντική βιομηχανική υποδομή με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες. Παράλληλα άρχισε να αυξάνεται αριθμητικά μια εγχώρια μεσαία τάξη, η οποία εμπλουτίζεται από επιχειρηματίες μεσαίου μεγέθους, στελέχη επιχειρήσεων και επιστήμονες που εργάζονται στη βιομηχανία.
Την ίδια περίοδο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα επικεντρώθηκε στην εξυπηρέτηση της «οικονομικής διαπλοκής» (αυτός είναι ο όρος που το ίδιο εισήγαγε), στην τέλεση Ολυμπιακών Αγώνων με δανεικά το 2004, στην κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, στην ευημερία των κομματικών φορέων που συσσώρευσαν σημαντικά χρέη και την εξυπηρέτηση των κομματικών πελατειών. Επρόκειτο για ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο βασίστηκε στις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, στην πιστωτική επέκταση και την κατανάλωση εισαγόμενων ειδών που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εξαγωγές. Το αποτέλεσμα ήταν η χρεοκοπία του 2008, η υποθήκευση της χώρας το 2015 και η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων νέων στο εξωτερικό, οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό είναι νέοι επιστήμονες.
ΕΞΑΓΩΓΕΣ
Σήμερα, η τουρκική οικονομία παρά τα προβλήματά της, πραγματοποιεί εξαγωγές σε πολλούς τομείς, βασιζόμενη σε μια δυναμική μεταποιητική βιομηχανία. Όπως είναι φυσικό, η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις ενός πληθυσμού, που σήμερα φτάνει τα 85.000.000, δημιουργούν στην Τουρκία μεγάλες ενεργειακές ανάγκες. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι η Τουρκία στην κυριολεξία διψά για ενέργεια. Οι μεγάλες εισαγωγές σε ενέργεια (27% του συνόλου) είναι και η αιτία που το τουρκικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει ελλειμματικό. Χωρίς αυτές, το ισοζύγιο θα ήταν θετικό και θα έπαυαν η συνεχής διολίσθηση της τουρκικής λίρας και ο συνεπαγόμενος υψηλός πληθωρισμός.
Η εύρεση ενεργειακών πόρων αποτελεί επομένως στρατηγική προτεραιότητα για την Τουρκία. Για τον σκοπό αυτό η Τουρκία ακολουθεί ήδη δύο δρόμους: ο ένας είναι η επένδυση στην πυρηνική ενέργεια και ο άλλος είναι αναζήτηση ενεργειακών πόρων στον γεωγραφικό της περίγυρο. Σχετικά λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία έχει εμπλακεί στρατιωτικά σε δυο συγκρούσεις στη γειτονιά της, με χώρες που διαθέτουν πετρέλαιο, όπως η Συρία και η Λιβύη. Ούτε βέβαια είναι τυχαία η διεκδίκηση του ενεργειακού πλούτου της Ελλάδας, η οποία μέσα από το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Η Τουρκία δεν επιζητεί μόνο να καθυποτάξει την Ελλάδα, υποχρεώνοντάς τη σε μια γεωπολιτική συνθηκολόγηση. Επιδιώκει παράλληλα να υφαρπάξει τον ελληνικό ενεργειακό πλούτο για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες. Αν η Τουρκία διέθετε δικές της ενεργειακές πηγές, θα σταθεροποιούσε το νόμισμά της και το μέγεθος της οικονομίας της σε δολαριακούς όρους θα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Την όποια ανταγωνιστικότητα που θα έχανε πιθανώς από τη σκλήρυνση του νομίσματος θα την αναπλήρωνε από την προστιθέμενη αξία που θα της έδιναν οι δικές της ενεργειακές πηγές.
Η παραπάνω ανάλυση μας δείχνει ότι βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο. Με εργαλείο τις ξένες επενδύσεις η Τουρκία επιδιώκει να μετατρέψει το δημογραφικό μέγεθος που απέκτησε στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε οικονομικό μέγεθος. Με αυτό τον τρόπο θα εκπληρώσει δύο βασικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη κατά το πρότυπο της Κίνας. Σήμερα δεν μπορεί βεβαίως κάποιος να πει με σιγουριά ότι η Τουρκία θα υλοποιήσει αυτό το όραμά της, διότι προηγουμένως θα πρέπει να υπερβεί δύο σημαντικά εμπόδια. Το πρώτο είναι οι εσωτερικές της αντιφάσεις (Κουρδικό) και το δεύτερο είναι η αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων στα σχέδιά της.
Η συνέχεια του θέματος την επόμενη Παρασκευή 8 Μαρτίου