Η χάραξη εξωτερικής πολιτικής αφορά ένα πολύ μικρό κοινό και δεν αποτελεί αντικείμενο «δημόσιας διαβούλευσης». Υπό αυτό το πρίσμα αποτελεί προνομιακό πεδίο μιας μικρής κυρίαρχης ελίτ, ενώ ο τρόπος διαχείρισής της αποτελεί έναν δείκτη δημοκρατικής διακυβέρνησης και διαφάνειας. Έρευνες εστίασαν σε οντολογικά όσο και πρακτικά ερωτήματα σε μια προσπάθεια καθορισμού του πλαισίου που διέπει τη σχέση της εξωτερικής πολιτικής με την κοινή γνώμη.
Ο όρος «κοινή γνώμη» αναφέρεται στις «πεποιθήσεις μιας κοινωνίας σε μια δεδομένη στιγμή, έναντι ενός συγκεκριμένου ζητήματος. Με απλά λόγια, η δύναμη μιας οργανωμένης ομάδας να καταστήσει τις απόψεις της αποδεκτές από ένα διευρυμένο κοινό». Η σχέση κοινής γνώμης και εξωτερικής πολιτικής έχει αποτελέσει αντικείμενο ανταγωνιστικών προσεγγίσεων. Αυτό, καθώς ανάμεσα στις δύο παραμέτρους υπάρχει διαφορά ρόλων (άτομα – κράτος), αλλά και διαφορετικό επίπεδο γνώσης των ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις συναδέλφων για τα ελληνοτουρκικά δημιούργησαν ερωτήματα όσον αφορά την οντολογία της επιχειρηματολογίας τους. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά, αφού σαφέστατα στόχευαν στο να «αποχρωματίσουν» αυτό που αποκαλούμε «κόκκινες γραμμές». Όπως επισημαίνεται, «μια κόκκινη γραμμή μπορεί να εκληφθεί ως μια μη αναστρέψιμη απειλή (unequivocal threat), μια γραμμή που δεν πρέπει κάποιος να περάσει».
Κλειδί αλλά και καταλυτική παράμετρο αξιολόγησης αποτελεί κατά πόσο η οριοθέτηση κόκκινων γραμμών θα εκφράσει μια αξιόπιστη, ανταποδοτικού χαρακτήρα απειλή. Υπό αυτό το πρίσμα αξιολόγησης, που δεν πηγάζει μόνο από τη θεωρία αλλά και από την εφαρμοσμένη πολιτική, προκύπτει ένα οντολογικό και κρίσιμο ερώτημα: Τι σημαίνει για μια ηγεσία η μη εφαρμογή της διακηρυγμένης από την ίδια «κόκκινης γραμμής»;
Την απάντηση δίνει με ενάργεια ο Albert Wolf: Δεν είναι άλλη από το κόστος που έχει η ηγεσία έναντι του κοινού της (audience costs). Με απλά λόγια, το λεγόμενο πολιτικό κόστος που προκύπτει από την υποχώρηση και μη προάσπιση θέσεων που είχαν προσδιοριστεί ως «κόκκινες γραμμές». Είναι σαφές ότι οι παρεμβάσεις των τεσσάρων έχουν ως στόχο να προετοιμάσουν την κοινή γνώμη για μια διολίσθηση ή υποχώρηση από τις διακηρυγμένες από πλευράς Αθήνας «κόκκινες γραμμές».
Η ιδιαίτερα χρήσιμη θεωρία που διδάσκουμε στα πανεπιστήμια μας προσφέρει χρησιμότατα εργαλεία, προκειμένου να αξιολογήσουμε τη στάση που θα κρατήσει μια χώρα σε μια κρίση με το εσωτερικό κοινό με βάση το audience cost. Επισημαίνεται με έμφαση ότι «η πλευρά που έχει πιο ισχυρό εσωτερικό κοινό είναι αυτή που έχει πάντα τις λιγότερες πιθανότητες να κάνει πίσω, σε αντίθεση με την πλευρά που έχει μικρότερο audience cost».
Στη μετα-Ίμια εποχή το audience cost μειώθηκε με διάφορους τρόπους. Ένας εξ αυτών ήταν η επιχειρηματολογία περί «ορθολογισμού», η επιλογή της μη σύγκρουσης και της αποφυγής του πολέμου. Αυτό, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε de facto (και όχι μόνο) ελληνική επικράτεια. Έτερος αφορούσε τον δημόσιο διάλογο για την κρίση. Η σταδιακή περιθωριοποίηση ιστορικών αναφορών στην κρίση κατέστησε κύρια πηγή «προβληματισμού», μνήμης και αξιολογητικών-ερμηνευτικών παρεμβάσεων τον πολιτικό φορέα που εξέφραζε τον φασιστικό-ναζιστικό ιδεολογικά χώρο.
Τον ίδιο ρόλο διαδραμάτισε και ένα τμήμα της Αριστεράς, που ταύτισε την οποιαδήποτε αναφορά στα Ίμια με τον χώρο της Ακροδεξιάς. Αυτές οι δύο πολιτικές παράμετροι αποδόμησης της εμφανούς ή υποδόριας διαχειριστικής ανεπάρκειας της ελληνικής ηγεσίας ουσιαστικά εκμηδένισαν σε βάθος χρόνου το audience cost για την ηγεσία της χώρας.
Η κάλυψη της επικαιρότητας στα ΜΜΕ δεν γίνεται με όρους παράθεσης απόψεων, αλλά με τελεολογικούς όρους, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αποτελεί έναν στόχο per se, έναν αυτοσκοπό ώστε να διαμορφωθούν συγκεκριμένες αντιλήψεις για το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Η επιλογή αυτή προσδιορίζει και τον πυρήνα του προβλήματος κατάθεσης προτάσεων, όπως αυτές των τεσσάρων που ξεπερνούν το εύλογο πλαίσιο προάσπισης εθνικών συμφερόντων.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ συνιστά μια στρατηγική επιλογή από μέρους εσωτερικών και κυρίως ισχυρών εξωτερικών παραγόντων. Λειτουργεί ως ένας μηχανισμός απόσβεσης κοινωνικών αντιδράσεων έναντι επιλογών στο πολιτικoκοινωνικό πεδίο και αποτελεί απαρχή μιας διαδικασίας πολιτικοοικονομικής επανα-κοινωνικοποίησης των πολιτών. Ένας από τους πλέον επιτυχείς χαρακτηρισμούς που έχει χρησιμοποιηθεί στις ΗΠΑ είναι αυτός της «κατασκευής συναίνεσης» (manufacturing consensus), στόχος που επιβάλλει την προώθηση «τεκμηριωμένων» απόψεων ατόμων επιρροής λόγω ρόλου (π.χ. καθηγητές) κι όχι λόγω της λογικής των απόψεων μιας διεθνούς πολιτικής.
Σε μελέτες που διεξήχθησαν στο παρελθόν με τη χρήση περιπτωσιακών αναλύσεων καταγράφηκαν σαφείς περιπτώσεις «μη εξισορροπημένης καταγραφής γεγονότων» (unbalanced reporting), γεγονός που οδήγησε σε στρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό μπορεί να λάβει χώρα, μεταξύ άλλων, υπό το βάρος άσκησης «δομικής πίεσης» προς τους δημοσιογράφους για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Η διαδικασία μεταστροφής της κοινής γνώμης είναι πολύπλοκη και περιγράφεται με ενάργεια: «Για να διαμορφωθεί και/ή μεταβληθεί η κοινή γνώμη είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε τα κίνητρα των ανθρώπων, τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ενός συγκεκριμένου πληθυσμού (το «target group», ομάδα/φορέας/σύνολο/κοινό στόχος). Αν καταλάβουμε ποιες είναι οι γενικές αρχές-προϋποθέσεις μεταστροφής της κοινής γνώμης, τότε μπορούμε να αναπτύξουμε μια τεχνική, μια αποτελεσματική μέθοδο προσέγγισης του δεδομένου κοινού. Φορείς (ομάδες) επιρροής (σ.σ. βλέπε αρθρογραφία των τεσσάρων) μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαντικοί δίαυλοι αυτής της προσέγγισης. (Επιπλέον) νέες ιδέες και δραματοποιημένες καταστάσεις (σ.σ. “Χάγη ή πόλεμος”) μπορούν να βοηθήσουν ώστε να ξεπεραστούν παραδοσιακές αντιλήψεις».
Οι φορείς (ομάδες) επιρροής λειτουργούν ως μέσα πολιτικής κοινωνικοποίησης των πολιτών, προωθώντας συχνά ανορθολογικές προτάσεις, ενώ η δραματοποίηση προσφέρει ένα αφαιρετικό πλαίσιο εναλλακτικών προτάσεων, προκειμένου να «αποδομηθεί» ή να καταστεί «ακραία» η αντίθετη άποψη. Η θεωρία για όσους τη γνωρίζουν είναι πάντα χρήσιμη.