Κωνσταντίνος Καραµανλής: Η πορεία και τα επιτεύγµατα ενός µεγάλου ηγέτη

Στις 23 Απριλίου συµπληρώνονται 27 χρόνια από τον θάνατο του ανθρώπου που άνοιξε στην Ελλάδα την πόρτα της Ενωµένης Ευρώπης - Τα γεγονότα µέσα από τα ιστορικά πρωτοσέλιδα της «Απογευµατινής»
09:19 - 23 Απριλίου 2025

Ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998, ήταν εκείνος ο πολιτικός άνδρας που µαζί µε τον Ανδρέα Παπανδρέου άφησαν το στίγµα τους στην πορεία της χώρας µας, στο δεύτερο µισό του 20ού αιώνα. Ο Σερραίος πολιτικός ήταν αυτός που άνοιξε διάπλατα την πόρτα στη χώρα µας, προκειµένου η Ελλάδα να µπει στην Ενωµένη Ευρώπη. ∆εν είναι τυχαίο ότι δεν του άρεσε να µιλά πολύ, αλλά να ακούει τους συνοµιλητές του και να πράττει αναλόγως.

Ο «Εθνάρχης» ήρθε στη ζωή µια ανοιξιάτικη µέρα του 1907, στο χωριό Κιούπκιοϊ της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας (σηµερινή Πρώτη Σερρών). Ηταν το πρώτο παιδί του δηµοδιδασκάλου Γεώργιου Καραµανλή, ο οποίος πολέµησε στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια ασχολήθηκε µε την καλλιέργεια και το εµπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή ∆όλογλου. Είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Ολγα (1911-2006), ο Αλέκος (1913-2005), η Αθηνά (1916- 2015), η Αντιγόνη (1921-2010), ο Γραµµένος (1925-1989) και ο Αχιλλέας (1929).

Πήγε ∆ηµοτικό στην Πρώτη Σερρών και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Ηµιγυµνάσιο της Νέας Ζίχνης, κωµόπολης της περιφέρειας, και το 1920 πέρασε το κατώφλι του Γυµνασίου Σερρών. Το 1923 αποφάσισε να κατεβεί στην Αθήνα. Αρχικά βρέθηκε στα θρανία του Λυκείου Μεγαρέως και στη συνέχεια αποφοίτησε από το 8ο Γυµνάσιο Αθηνών (στην Κυψέλη). Σπούδασε στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών (1925-1929) απ’ όπου έλαβε το πτυχίο της Νοµικής στις 13 ∆εκεµβρίου του 1929. Αφού υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 µηνών ως µέλος πολύτεκνης οικογένειας, άσκησε δικηγορία στις Σέρρες από το 1930 έως το 1935.

Το µικρόβιο της πολιτικής

Εξελέγη σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών µε το Λαϊκό Κόµµα στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση του 1935, από την οποία απείχε το Κόµµα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές για τη Γ’ Αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συµµετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυσε σύστηµα απλής αναλογικής. Η δικτατορία της 4ης Ιουλίου 1936 τον οδήγησε πίσω στα πάτρια εδάφη, όπου άσκησε το επάγγελµα του δικηγόρου µέχρι και το 1941. Κατά την Κατοχή γύρισε στην Αθήνα και παρέµεινε στην πρωτεύουσα χωρίς να αναµιχθεί στα πολιτικά πράγµατα. Το 1942-1943 συµµετείχε σε µία άτυπη οµάδα πολιτικού προβληµατισµού µε την ονοµασία Σοσιαλιστική Ενωση, την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι µετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Αγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας.

Όµως το µικρόβιο της πολιτικής δεν έφευγε από µέσα του και το καλοκαίρι του 1944 επιχείρησε να εµπλακεί πιο ενεργά στα πολιτικά πράγµατα. ∆ιέφυγε στη Μ. Ανατολή, ωστόσο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους γύρισε πίσω στην απελευθερωµένη πια από τους Γερµανούς Αθήνα. Στις εκλογές του 1946 επανεξελέγη βουλευτής Σερρών. Εκείνη την περίοδο ανέλαβε και τα πρώτα του υπουργικά καθήκοντα. Αρχικά ως υπουργός Εργασίας για ένα τρίµηνο στις κυβερνήσεις Τσαλδάρη και Μαξίµου (Νοέµβριος 1946 – Φεβρουάριος 1947), Μεταφορών (Μάιος – Νοέµβριος 1948) και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση συνασπισµού Λαϊκών-Φιλελευθέρων υπό τους Σοφούλη και, στη συνέχεια, ∆ιοµήδη (Νοέµβριος 1948 – Ιανουάριος 1950). Ως υπουργός Εργασίας ήρθε αντιµέτωπος µε σύνθετα εργατικά ζητήµατα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών. Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σηµαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα.

Ένα από τα µεγάλα του επιτεύγµατα εκείνη την περίοδο ήταν ότι µέσα σε έξι µήνες αποκατέστησε το δίκτυο συγκοινωνιών που είχε υποστεί ζηµιές τόσο κατά την
Κατοχή όσο και κατά τον Εµφύλιο, ενώ προχώρησε στην κατάργηση των γραµµών του τραµ. Για ένα µικρό διάστηµα πέρασε από το υπουργείο Εθνικής Αµυνας, ενώ έγινε ακόµα πιο γνωστός όταν το 1952 προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερµό, το κόµµα που ίδρυσε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος.

Πρωθυπουργός το 1955

Στις 5 Οκτωβρίου 1955 -µία µέρα µετά τον θάνατο του Παπάγου- ο τότε βασιλιάς Παύλος έδωσε εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης στον υπουργό Μεταφορών, Κωνσταντίνο Καραµανλή. Η κίνηση του βασιλιά προκάλεσε µεγάλη έκπληξη, καθώς θεωρούνταν βέβαιο ότι ο διάδοχος του Παπάγου θα ήταν ή ο Στέφανος Στεφανόπουλος ή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ενας από τους λόγους κατά τους οποίους φαίνεται ότι ο βασιλιάς είχε καταλήξει στην επιλογή του ήταν ότι οι Στεφανόπουλος και Κανελλόπουλος ήταν µεταξύ τους ανταγωνιστικοί. Ετσι ο Καραµανλής ανέλαβε την πρωθυπουργία και οδήγησε τη χώρα στις εκλογές του 1956. Με το νέο του κόµµα την ΕΡΕ σχηµάτισε κυβέρνηση, κάτι που επανέλαβε και στις πρόωρες εκλογές του 1958. Το 1959 συνυπέγραψε τις Συµφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, µε τις οποίες τερµατίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, µε εγγυήτριες δυνάµεις την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωµένο Βασίλειο. Το 1961 επανεξελέγη πρωθυπουργός και παρέµεινε στη θέση του έως τον Ιούνιο του 1963. Η τέταρτη κυβέρνησή του συγκροτήθηκε µετά τις βουλευτικές εκλογές του 1961 και διήρκεσε από τον Νοέµβριο 1961 έως τον Ιούνιο 1963, όταν και παραιτήθηκε έπειτα από διαφωνία µε τον βασιλιά Παύλο. Την ίδια περίοδο το κλίµα ήταν τεταµένο µε τον τότε αρχηγό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης και πρόεδρο της Ενώσεως Κέντρου, Γεώργιο Παπανδρέου, να κηρύττει τον ανένδοτο αγώνα, κατηγορώντας τον Καραµανλή ότι είχε κερδίσει τις εκλογές του 1961 µε βία και νοθεία, ενώ η δολοφονία Λαµπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη είχε ρίξει βαριά τη σκιά της στη χώρα, µε τον «Εθνάρχη» να δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;».

Στις εκλογές της 3ης Νοεµβρίου 1963 ηγήθηκε της ΕΡΕ, αλλά υπό το βάρος των καταγγελιών της αντιπολίτευσης ηττήθηκε από την Ενωσιν Κέντρου του Γεωργίου
Παπανδρέου. Τότε, ο Καραµανλής παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΕΡΕ και έφυγε µυστικά για το Παρίσι µε το ψευδώνυµο «Τριανταφυλλίδης», όπου ιδιώτευσε επί 11 χρόνια µέχρι τη Μεταπολίτευση.

Η επιστροφή

Το ηµερολόγιο έδειχνε 24 Ιουλίου 1974 και στην Ελλάδα η χούντα βρισκόταν ένα βήµα πριν από την κατάρρευση σαν τραπουλόχαρτο, την ώρα που βρισκόταν σε
εξέλιξη η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αφού πρώτα προηγήθηκε η ανατροπή του Μακαρίου από τον αόρατο δικτάτορα ∆ηµήτριο Ιωαννίδη. Ο «πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας» Φαίδωνας Γκιζίκης είχε συγκαλέσει σύσκεψη µε πρόσωπα που είχαν λάβει υπουργικούς θώκους σε προδικτατορικές κυβερνήσεις. Υστερα από πολύωρες συζητήσεις -είχε πέσει στο τραπέζι η λύση σχηµατισµού κυβέρνησης από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο- αποφασίστηκε να ζητηθεί η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραµανλή. «Θα επαναλάβω τας λέξεις του Αντιπροέδρου των Ηνωµένων Πολιτειών όταν του ανεκοινώθη ο θάνατος του Προέδρου Ρούζβελτ: Boys pray for me!», είπε ο Καραµανλής προτού µπει στο αεροπλάνο που του διέθεσε ο τότε πρόεδρος της Γαλλικής Προεδρίας Βαλερί Ζισκάρ Ντεστέν, για να πάρει το δρόµο της επιστροφής για την Αθήνα. Επικεφαλής της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, νοµιµοποίησε το ΚΚΕ έπειτα από 26 χρόνια παρανοµίας, ενώ προχώρησε στην αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ως αντίδραση για την άρνηση της Συµµαχίας να αντιταχθεί στην προέλαση των Τούρκων στην
Κύπρο (Αττίλας 2) και αντικατέστησε τη χουντική ηγεσία των Ενόπλων ∆υνάµεων.

Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές (17 Νοεµβρίου 1974) ο Καραµανλής επικράτησε µε το επιβλητικό 54,2% των ψήφων. Στις 8 ∆εκεµβρίου 1974, µε τη διενέργεια δηµοψηφίσµατος, µπήκε τέλος στο Πολιτειακό, µε την οριστική εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δηµοκρατίας. Επανεξελέγη πρωθυπουργός το 1977 και δύο χρόνια αργότερα υπέγραψε την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Το 1980 αποφάσισε να αφήσει το πρωθυπουργικό αξίωµα για να γίνει Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Πριν από τη λήξη της θητείας του παραιτήθηκε, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρά τις αρχικές του διαβεβαιώσεις, δεν τον στήριξε για την επανεκλογή του.

Το 1989 -και εν µέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα, λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά- είπε την περίφηµη φράση: «Η χώρα µετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκοµείο». Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας ∆ηµοκρατίας και παρέµεινε στο αξίωµά του µέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος, και αποχώρησε οριστικά από την πολιτική. Είχε συµπληρώσει 60 χρόνια στο πολιτικό προσκήνιο: 8 χρόνια ως υπουργός, 14 ως πρωθυπουργός και 10 ως Πρόεδρος της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας.

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»