Ανατροπή μπορεί να φέρει στις περιπτώσεις των αναγκαστικών κατασχέσεων και να τινάξει στον «αέρα» πλειστηριασμούς, που προέρχονται από χρέη σε τράπεζες, µία πλημμέλεια που διέγνωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων µε πρόσφατη απόφασή του (υπ’ αριθμόν 24/2025), η οποία εκδόθηκε προ ημερών και αφορά τις εκδόσεις των διαταγών πληρωμής. Πρόκειται για µία απόφαση που ενδεχομένως να αποτελέσει «πέπλο» προστασίας για δανειολήπτες που μπορούν να βρεθούν αντιμέτωποι µε το ενδεχόμενο του εκπλειστηριασμού των περιουσιακών τους στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση η δανειολήπτρια, η οποία προσέφυγε στις δικαστικές αρχές, απειλήθηκε δέκα χρόνια μετά την καταγγελία του δανείου της για έκδοση διαταγής πλειστηριασμού του ακινήτου της. Η αντίδρασή της ήταν άμεση και εκμεταλλευόμενη τις νομοθετικές διατάξεις για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις κατάφερε να επιτύχει, µέσω της δικαστικής οδού, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος της, δέκα χρόνια μετά την καταγγελία της σύμβασης του δανείου της.
Στην προσφυγή της, στις δικαστικές αρχές, σε βάρος της εταιρείας απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, η οποία είχε αναλάβει και τη διαχείριση της δανειακής της σύμβασης, η δανειολήπτρια κατήγγειλε ότι στην περίπτωσή της δεν τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες. Συγκεκριμένα, στην αίτηση ανακοπής της διαταγής πληρωμής, την οποία κατέθεσε, η υπερχρεωμένη δανειολήπτρια ανέφερε ότι «η καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης είναι άκυρη, καθόσον δεν υπογράφηκε από νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, αλλά από τρίτο φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν διέθετε τη σχετική πληρεξουσιότητα και δεν επέδειξε το πληρεξούσιο έγγραφο, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκε να προβεί για λογαριασµό της στην ως άνω καταγγελία». Επιπλέον, τόνιζε ότι συνεπεία της ακυρότητας αυτής της καταγγελίας «το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις».
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων, εξετάζοντας όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και κυρίως εάν στην περίπτωση της συγκεκριμένης δανειολήπτριας, η
οποία βρέθηκε πολύ κοντά στο ενδεχόμενο του εκπλειστηριασμού του ακινήτου της, τηρήθηκαν όλες οι νόµιµες διαδικασίες, ανέλυσε όλο το υφιστάμενο
νομοθετικό πλαίσιο.
Επίδειξη
Όπως τονίζεται στη δικαστική απόφαση, «μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον, χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου, είναι άκυρη, αν
αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου, που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει για τον λόγο αυτόν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση». Μάλιστα, το δικαστήριο τονίζει στο σκεπτικό της απόφασής του, ότι «η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται µε μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις».
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ο δανειολήπτης «δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Περαιτέρω, σύμφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 Α.Κ. η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται µε πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά».
Στην περίπτωση της δανειολήπτριας που προσέφυγε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων κρίθηκε ότι «δεν επιδείχθηκε στην ανακόπτουσα το απαιτούμενο πληρεξούσιο έγγραφο, σύμφωνα µε το οποίο το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο, που φέρονταν ως νόμιμη εκπρόσωπος της αρχικής πιστούχου, τραπεζικής εταιρείας, δικαιούνταν να καταγγείλει τη σύµβαση για λογαριασµό της τελευταίας». Μάλιστα, η εταιρεία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις «δεν απέδειξε την ύπαρξη εξουσίας του ανωτέρω προσώπου να προβαίνει σε καταγγελίες δανειακών συμβάσεων και ειδικότερα στην επίδικη καταγγελία, γεγονός, άλλωστε, που δεν αρνείται ειδικά µε τις προτάσεις της».
Το δικαστήριο κατέληξε συνεπώς ότι «επήλθε ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, εφόσον αυτή έλαβε χώρα χωρίς να επιδειχθεί στην ανακόπτουσα το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο. Κατόπιν τούτων, εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη, η δανειακή σύμβαση θεωρείται ότι δεν καταγγέλθηκε και συνεπώς το κατάλοιπο αυτής δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας η διαταγή πληρωμής, επί της οποίας εδράζονται οι ανακοπτόµενες πράξεις εκτέλεσης».
Το δικαστήριο στο διατακτικό της απόφασής του ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής η οποία είχε εκδοθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης.
Εφημερίδα Κυριακάτικη Απογευματινή