Την ώρα που οι κάτοικοι της Θεσσαλίας δίνουν μάχη με τα απανωτά χτυπήματα της κακοκαιρίας, οι μετεωρολόγοι δίνουν τη δική τους μάχη… ο ένας εναντίον του άλλου.
Διαψεύσεις προγνώσεων που όμως τελικά επαληθεύονται, διαδικτυακές κόντρες και εκατέρωθεν αμφισβητήσεις… Οι επιστήμονες της χώρας μαλώνουν τακτικά πλέον, αλλά όχι για την ουσία της υπόθεσης, αφού συχνά το επιχείρημα είναι «μη βιάζεσαι…».
Αυτή τη φορά ο «Elias» στάθηκε η αφορμή να μπει στο στόχαστρο ο Κλέαρχος Μαρουσάκης. Ο μετεωρολόγος από τις 19 Σεπτεμβρίου με ανάρτησή του προειδοποίησε για κακοκαιρία με επίκεντρο τη Θεσσαλία «που θα θυμίζει “Daniel”», για να λάβει διαδικτυακά την απάντηση του διευθυντή του Εθνικού Μετεωρολογικού Κέντρου, Θοδωρή Κολυδά: «Όσοι κάνουν συγκρίσεις συστημάτων να γνωρίζουν ότι απευθύνονται στον μέσο πολίτη και δεν μιλάνε σε συνέδριο». Ο Θοδωρής Κολυδάς παρουσίασε και μετεωγράμματα για τις περιοχές Καρδίτσας, Τρικάλων, Βόλου και Λάρισας που δεν προέβλεπαν σημαντικά ύψη βροχής.
«Απλώς δώσαμε μία τάση ότι πράγματι έρχεται μία έντονη κακοκαιρία, δεν σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν παρόμοια προβλήματα με τον “Daniel”», είπε την επόμενη μέρα -νωρίς το πρωί- από τον αέρα του Open ο Κλέαρχος Μαρουσάκης, ο οποίος… δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του και βγήκε έκτακτο δελτίο από την ΕΜΥ, της οποίας διευθυντής είναι ο Θοδωρής Κολυδάς, που τον αμφισβήτησε.
Οι χειρότερες προγνώσεις, δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν. Ο Κλέαρχος Μαρουσάκης δικαιώθηκε, όμως οι Θεσσαλοί συμπολίτες μας ζουν πάλι τον εφιάλτη της λάσπης. Σε χωριά των Φαρσάλων καταγγέλλουν ότι πέταξαν τα καινούργια έπιπλα που αγόρασαν πριν από λίγα εικοσιτετράωρα, μετά την καταστροφή που έφερε ο «Daniel».
Πάντως ο Κλέαρχος Μαρουσάκης επιμένει πως η κακοκαιρία θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι και την Κυριακή, με κατά διαστήματα έντονες βροχές και καταιγίδες κυρίως σε θαλάσσιες και παραθαλάσσιες περιοχές της Ανατολικής και Νότιας Ελλάδας.
Την ώρα που οι κάτοικοι της Θεσσαλίας δίνουν μάχη με τα απανωτά χτυπήματα της κακοκαιρίας, οι μετεωρολόγοι δίνουν τη δική τους μάχη… ο ένας εναντίον του άλλου.
Αγορά 4 ελικοπτέρων
Τέσσερα ελικόπτερα βαρέος τύπου, συνολικής δημόσιας δαπάνης 100.563.181,87€, θα προμηθευτεί η Πολιτική Προστασία με απόφαση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Η δαπάνη αφορά και τις υποστηρικτικές υπηρεσίες και σε εξοπλισμό που απαιτούνται για τη λειτουργία τους.
Τα ελικόπτερα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να συμβάλλουν στην ενίσχυση των αποστολών-επιχειρήσεων πυρόσβεσης του Πυροσβεστικού Σώματος, με δυνατότητα χρήσης κατασβεστικού μέσου (νερού, επιβραδυντικού αφρού) ή στην ενίσχυση των αποστολών-επιχειρήσεων μεταφοράς εξωτερικού φορτίου (π.χ. εξοπλισμός, οχήματα, εμπορευματοκιβώτια κ.λπ.).
Η προμήθειά τους πρόκειται να συμβάλλει στην αναβάθμιση του εναερίου στόλου της χώρας, στοχεύοντας στην κάλυψη και την επιχειρησιακή αντιμετώπιση των σύγχρονων αυξημένων αναγκών του Πυροσβεστικού Σώματος. Στόχος είναι η επίτευξη καλύτερης ετοιμότητας, απόκρισης και επάρκειας εν γένει του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας.
Η θεομηνία θα χτυπήσει και το ΑΕΠ
«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή για τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που εγκυμονούν στην ελληνική οικονομία οι πρόσφατες θεομηνίες. Στο οικονομικό επιτελείο θέτουν ως κεντρική προτεραιότητα τη διαφύλαξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα στην περιοχή του 0,7% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, όπως τονίζεται στην έκθεση, στην τελική αποτίμηση των επιπτώσεων, πέρα από τις αποζημιώσεις και τα μέτρα στήριξης για τις πληγείσες περιοχές που περιλαμβάνονται στον συμπληρωματικό προϋπολογισμό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ευρύτερο κόστος σε όρους καταστροφής παραγωγικών συντελεστών, το οποίο σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο εγκατάλειψης ορισμένων περιοχών θα προκαλέσει μακροχρόνιες απώλειες παραγωγικής δυναμικότητας.
Από δημοσιονομική άποψη, οι δύο κρίσιμες προϋποθέσεις ώστε να μην υπονομευτεί η σταθερότητα είναι αφενός η μέγιστη δυνατή κάλυψη της ανοικοδόμησης από ευρωπαϊκούς πόρους και αφετέρου η χρονική κατανομή των αποζημιώσεων, ώστε να μη συγκεντρωθούν εξολοκλήρου σε ένα μόνο έτος.
Διαφορετικά, αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή, θα πρέπει να αναζητηθούν πρόσθετες πηγές εσόδων, τακτικές ή έκτακτες, ώστε να καλυφθεί το σχετικό κόστος χωρίς απόκλιση από τον δημοσιονομικό στόχο και επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.