Η σοκαριστική δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα, πριν από δύο μήνες, μπροστά στα μάτια αστυνομικών έξω από το ΑΤ των Αγίων Αναργύρων, κινητοποίησε όχι μόνο το αρμόδιο υπουργείο αλλά και τους πολίτες – ειδικότερα τις γυναίκες. Πλέον οι καταγγελίες που φθάνουν στα αστυνομικά τμήματα καθημερινά είναι δεκάδες, ενώ μόνο τον Μάιο έγιναν πάνω από 1.000 συλλήψεις ατόμων που κατηγορήθηκαν για ενδοοικογενειακή βία. Με αφορμή τα συγκλονιστικά περιστατικά που κάθε τόσο βλέπουν το φως της δημοσιότητας η φιλόλογος Αγγελική Καρδαρά, δρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και τακτική επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, σκιαγραφεί το προφίλ δραστών και θυμάτων, υπογραμμίζει ότι είναι επιτακτικής σημασίας η στήριξη των θυμάτων, ενώ τονίζει την αξία της εκπαίδευσης πάνω σε ζητήματα ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας.
Συνέντευξη στη Μυρσίνη Θεοτοκά
Πώς σκιαγραφείτε, βάσει των ερευνών σας, το προφίλ των δραστών ενδοοικογενειακής βίας με θύματα γυναίκες και ποια είναι τα στοιχεία που διέπουν τις συμπεριφορές τους;
Το προφίλ των δραστών δεν είναι ενιαίο, ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ ατόμων που ασκούν βία σε βάρος της συζύγου/συντρόφου ή πρώην συζύγου/συντρόφου. Μια αρχική διαπίστωση είναι ότι πρόκειται για άνδρες που εμφανίζονται με δύο διαφορετικά «πρόσωπα». Στην αρχή της σχέσης μπορεί να προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πολύ καλή εικόνα για τον εαυτό τους και επιχειρούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της συντρόφου τους. Μπορεί να είναι γενναιόδωροι και δοτικοί. Σταδιακά όμως αποκαλύπτεται το σκληρό πρόσωπό τους. Έχουν βίαιες εκρήξεις, υιοθετούν κτητικές συμπεριφορές και επιβάλλουν τον έλεγχό τους, επιχειρώντας να στερήσουν από τη σύντροφο/σύζυγο την ελευθερία και την αυτονομία της. Η βίαιη συμπεριφορά τους κλιμακώνεται. Για παράδειγμα, μπορεί να προσπαθούν αρχικά να την απαξιώσουν λεκτικά. Την υποτιμούν διαρκώς, και μάλιστα με ασήμαντες αφορμές. Στη συνέχεια βλέπουμε ότι μπορεί να της ασκούν ψυχολογική βία, ενώ παράλληλα επιχειρούν να την απομονώσουν από το συγγενικό και φιλικό της περιβάλλον, ώστε να μπορούν να τη χειραγωγούν και να επιβάλλουν τον έλεγχό τους, στερώντας της τελικά ακόμα και το δικαίωμα σε επιλογές ζωής. Μπορεί ακόμα να επιχειρούν να την εξοντώσουν οικονομικά και να της δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο εργασιακό της περιβάλλον. Οι επιθετικές τους συμπεριφορές κλιμακώνονται με την άσκηση σωματικής ή/και σεξουαλικής βίας ή με έναν συνδυασμό μορφών βίας. Φαίνεται επίσης ότι οι δράστες έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και μέσω των επιθετικών και βίαιων συμπεριφορών τους προσπαθούν να αποδείξουν ότι υπερέχουν των άλλων.
Μπορεί ακόμα κάποιοι από αυτούς να έχουν υπάρξει και οι ίδιοι θύματα ενδοοικογενειακής βίας στην παιδική και εφηβική τους ηλικία. Συνήθως οι δράστες έχουν στερεοτυπικές αντιλήψεις για τη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία, ενώ σε πολλές περιπτώσεις επιρρίπτουν τις ευθύνες για τις βίαιες συμπεριφορές τους στο θύμα ή/και σε άλλους εξωγενείς παράγοντες, όπως τα οικονομικά προβλήματα, προβλήματα εργασιακά, το αλκοόλ κ.λπ., βρίσκοντας με αυτό τον τρόπο και ένα «άλλοθι» απέναντι στη γυναίκα για τις ειδεχθείς πράξεις τους.
Δίνουν υποσχέσεις ότι θα αλλάξουν συμπεριφορά, τις οποίες όμως φαίνεται πως δεν κρατούν, άλλωστε θεωρώ ότι χωρίς να αναζητήσουν επιστημονική βοήθεια δεν θα μπορέσουν να τροποποιήσουν τη συμπεριφορά τους. Ασφαλώς δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κάθε υπόθεση έχει τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά, που πρέπει να εξετάζονται σε βάθος. Μια ακόμα πολύ σημαντική παράμετρος του θέματος έγκειται στο ότι σε ερευνητικό επίπεδο δεν έχουμε ακριβή και πλήρη εικόνα του πολυσύνθετου και πολυδιάστατου αυτού φαινομένου, καθώς πολλά περιστατικά δεν καταγγέλλονται εξαιτίας του φόβου, της ντροπής και όλων των πολύ δυσάρεστων συναισθημάτων που βιώνει το θύμα.
Πρόκειται, όπως καταλαβαίνετε, για φλέγοντα ζητήματα που οφείλουν να μας απασχολήσουν και να μας προβληματίσουν, περισσότερο ως προς τη σπουδαιότητα που έχει η ολιστική προσέγγιση και η διεπιστημονική διερεύνηση του φαινομένου, και παράλληλα να εστιάσουμε στην αναγκαιότητα της διά βίου εκπαίδευσης επαγγελματιών και επιστημόνων που ασχολούνται με το φαινόμενο ή/και έρχονται σε επαφή με τα θύματα.
Πώς οι γυναίκες που θυματοποιούνται βιώνουν αυτή την τραυματική και απειλητική για τη ζωή τους κατάσταση;
Εστιάζοντας στις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας και συζητώντας μαζί τους στο πλαίσιο των ερευνητικών μας προσεγγίσεων, διαπιστώνουμε κατ’ αρχάς πόσο σημαντική είναι η ενδυνάμωση κάθε θύματος βίας και κακοποίησης. Οι γυναίκες που έχουν θυματοποιηθεί μπορεί να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, να μην πιστεύουν στον εαυτό τους και στις δυνάμεις τους. Να είναι ή να νιώθουν εξαρτημένες από τον δράστη, σε πολλαπλά μάλιστα επίπεδα – ψυχολογικό, συναισθηματικό, οικονομικό. Αναμφίβολα, βιώνουν συναισθήματα φόβου από τις συνεχείς απειλές του δράστη, από τις βίαιες εκρήξεις και από τις εκτός ελέγχου αντιδράσεις του. Φοβούνται για τη σωματική τους ακεραιότητα, την ψυχική τους υγεία, τη ζωή τους αλλά και τη ζωή προσφιλών τους προσώπων.
Μπορεί ακόμα να φοβούνται ότι θα στιγματιστούν κοινωνικά και ότι θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στο εργασιακό τους περιβάλλον εάν αποκαλυφθεί η υπόθεσή τους. Αισθάνονται σε άλλες περιπτώσεις ντροπή και συχνά αυτοενοχοποιούνται. Φτάνουν δηλαδή στο σημείο να θεωρήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο για τις κακοποιητικές σε βάρος τους συμπεριφορές. Τελικά, βλέπουμε να χάνουν την εμπιστοσύνη στον ίδιο τους τον εαυτό, έχουν πισωγυρίσματα και γι’ αυτό μπορεί να μην καταγγέλλουν το περιστατικό ή να κάνουν πίσω στην καταγγελία και να επιστρέφουν στην κακοποιητική σχέση, υιοθετώντας παθητική συμπεριφορά.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι μπορεί να καταγράφεται σε υποθέσεις και ένας «φαύλος κύκλος βίας και κακοποίησης», δηλαδή η γυναίκα και σε επόμενες συντροφικές της σχέσεις να υφίσταται κακοποιητικές συμπεριφορές, για μια σειρά λόγων, όπως γιατί δεν έχει ενδυναμωθεί, δεν πιστεύει η ίδια στον εαυτό της, γίνεται «κανονικότητα» αυτό που βιώνει -αυτό μπορούμε να το δούμε και σε περιπτώσεις που και ως ανήλικη έχει υπάρξει θύμα ενδοοικογενειακής βίας- και για άλλους πολύ σοβαρούς λόγους, στους οποίους θεωρώ ότι η πολιτεία πρέπει να εστιάσει εξαλείφοντας τους παράγοντες εκείνους που κρατούν μια γυναίκα «εγκλωβισμένη» στην κακοποιητική σχέση. Συνεπώς, η εκπαίδευση σε ζητήματα ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας κρίνεται, κατά την άποψή μου, επιτακτικής σημασίας, όπως και η πολύπλευρη υποστήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας.
Το μήνυμά μας, επομένως, πρέπει να είναι δυνατό, ότι κάθε άτομο που βρίσκεται στο κακοποιητικό περιβάλλον είναι εκτεθειμένο σε πολλαπλούς κινδύνους για τη σωματική του ακεραιότητα, την ψυχική του υγεία, την ίδια του τη ζωή. Η προστασία των θυμάτων είναι, ως εκ τούτου, ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Να ενημερώσουμε αλλά και να εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά για αυτό το πολυσύνθετο φαινόμενο
Κυρία Καρδαρά, διοργανώνετε με τους συνεργάτες σας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος, ως επιστημονική υπεύθυνη της Ομάδας Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ Crime & Media Lab του ΚΕΜΕ μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Η ενδοοικογενειακή βία και η προστασία των θυμάτων». Ποιος είναι ο θεμελιώδης στόχος και τα επιμέρους μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσα από αυτή την εκδήλωση;
Με αφορμή τον ετήσιο απολογισμό του επιστημονικού έργου του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, διοργανώνουμε την επιστημονική εκδήλωση με τίτλο «Η ενδοοικογενειακή βία και η προστασία των θυμάτων», η οποία θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 6 Ιουνίου στις 6 το απόγευμα στην αίθουσα «Γεώργιος Καράντζας» στον 1ο όροφο του Μεγάρου της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα). Σημαντικό είναι να τονίσουμε ότι η εκδήλωση, που, όπως αναφέρατε, έχουμε τη μεγάλη τιμή να τελεί υπό την αιγίδα του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, είναι ανοιχτή στο κοινό, με ελεύθερη είσοδο. Δημοσιογραφικός υποστηρικτής μας είναι ο ιστότοπος propago.
Τα μηνύματα που θέλουμε να περάσουμε είναι δυναμικά και αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σπουδαιότητα του να ενώσουμε ως μέλη της επιστημονικής κοινότητας αλλά και ως ενεργά μέλη της κοινωνίας τη φωνή και τις δυνάμεις μας για την ανάδειξη κρίσιμης σημασίας ζητημάτων που σχετίζονται με το πολυσύνθετο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας. Επίσης, επιδιώκουμε να αναδείξουμε τη σπουδαιότητα της επέκτασης της ενημέρωσης και της επένδυσης στην εκπαίδευση της νέας γενιάς σε ζητήματα ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας.
Πρωταρχικός στόχος μας είναι ασφαλώς μέσα από τις εισηγήσεις των ομιλητών και ομιλητριών του πάνελ να θέσουμε παράλληλα και πρακτικής φύσεως θέματα σχετικά με τα νομικά εργαλεία, τις ποινικές και εγκληματολογικές διαστάσεις του φαινομένου, να εξετάσουμε επίσης τι μας δείχνει η διεθνής εμπειρία και πώς αυτή μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω στη χώρα μας, καθώς και πώς η ενημέρωση του κοινού από τα ΜΜΕ μπορεί να αναβαθμιστεί κ.λπ. Το κοινό θα μπορέσει -στο τέλος των εισηγήσεων των ομιλητών και ομιλητριών και των παρουσιάσεων των βασικών πορισμάτων μελετών που έχουν διεξαχθεί στο Crime & Media Lab από μέλη μας- να θέσει τα δικά του ερωτήματα και τους δικούς του προβληματισμούς.