Στην εμμονή της Ρούλας Πισπιρίγκου που είχε με τον ίδιο απέδωσε, ακόμα μια φορά, το κίνητρο της δολοφονίας των παιδιών τους ο Μάνος Δασκαλάκης, που ολοκλήρωσε την κατάθεσή του στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου δικάζεται η 35χρονη για τους θανάτους της Μαλένας και της Ίριδας.
Σε ερώτηση που δέχτηκε από την υπεράσπιση της κατηγορούμενης σχετικά με το πώς διαχειρίστηκε το πένθος, ο μάρτυρας απάντησε: «Τα έχω πενθήσει, δυο χρόνια είμαι κλεισμένος στο σπίτι», ενώ εξήγησε πως υποστηρίζει την κατηγορία γιατί «είδα μια ιατροδικαστή να έχει αλλάξει τις καταθέσεις της τέσσερις φορές και Καρακούκη – Καλόγρηα να είναι κάθετοι για το τι συνέβη. Τώρα είμαι πλέον σίγουρος για ποιο λόγο υποστηρίζω την κατηγορία. Ειδικά μετά την απολογία στο δικαστήριο». Μάλιστα, υποστήριξε πως ο ίδιος δεν ζήλευε την πρώην σύζυγό του και ισχυρίστηκε πως εκείνη τον απάτησε για να τον κάνει να ζηλέψει.
Η ένταση ανέβηκε στη δικαστική αίθουσα όταν ο μάρτυρας εμφανίστηκε πεπεισμένος πως η κατηγορούμενη σκότωσε την Ίριδα μέσα στην κούνια της χρησιμοποιώντας ένα πανάκι. «Δεν έφερε αντίρρηση να πάμε το πανάκι στην Αστυνομία, αλλά δεν είχε περιθώριο, θα φαινόταν ύποπτο. Πιστεύω ότι το χρησιμοποίησε για το παιδί», είπε μεταξύ άλλων, ενώ όταν ανέβασε την ένταση της φωνής του απευθύνθηκε στο δικαστήριο λέγοντας: «Συγγνώμη, αλλά είμαι και πατέρας!».
Τη σκυτάλη στο βήμα του μάρτυρα πήρε η αδελφή της κατηγορούμενης, Δήμητρα Πισπιρίγκου, που ήταν παρούσα στον θάνατο της έξι μηνών Ίριδας.
«Δεν μου είχε κάνει καλή εντύπωση ο Δασκαλάκης. Δεν είχε φρένο. Όταν γεννήθηκε η Τζωρτζίνα ήρθαμε πιο κοντά», εξήγησε στο δικαστήριο, ενώ ανακάλεσε στη μνήμη της την εικόνα της αδελφής της μετά τον θάνατο της Μαλένας. «Για πολλούς μήνες ήταν μαζεμένη στον καναπέ κι έκλαιγε, όλη μέρα έκλαιγε», είπε και σχολίασε για τον Μάνο Δασκαλάκη πως «δεν είδα να βιώνει το πένθος. Είπε πως “ό,τι φεύγει φεύγει’’».
Στο τέλος της συνεδρίασης δέχτηκε ερωτήσεις για τον θάνατο της Ίριδας. «Πήγα να τη χαϊδέψω και είδα τα μάτια μισάνοιχτα. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, είναι σαν να έχει πέσει μαύρο. Έτρεμα. Μπήκα στην κουζίνα και φώναξα “Ρούλα, το παιδί’’, αλλά δεν θυμάμαι κάτι άλλο. Έβαλα το παιδί στη μοκέτα και έκανα ΚΑΡΠΑ. Αυτά θυμάμαι».