Το σεισμικό μπαράζ του τελευταίου 24ώρου στην Κεφαλονιά έχει μπει στο «μικροσκόπιο» των επιστημόνων, οι οποίοι συλλέγουν στοιχεία για να αξιολογήσουν το φαινόμενο. Τα ξημερώματα της Δευτέρας σημειώθηκαν ακόμα δύο ασθενείς σεισμικές δονήσεις με μέγεθος 3,5 και 3,3 Ρίχτερ κοντά στις βόρειες ακτές του νησιού.
Οι σεισμοί, που ξεκίνησαν στις 27 Φεβρουαρίου, μπορεί να ήταν μικρής έντασης, με ισχυρότερους έναν 3,5 και έναν 3,4 Ρίχτερ, ωστόσο, είναι πάρα πολλοί (100 δονήσεις μέσα σε 30 ώρες) και όλοι έχουν επίκεντρο περίπου την ίδια περιοχή, δηλαδή το βόρειο τμήμα του νησιού. Παρ’ όλα αυτά, στην παρούσα φάση οι σεισμολόγοι εμφανίζονται καθησυχαστικοί, τονίζοντας βέβαια ότι είναι ακόμη νωρίς, συγκλίνοντας στο σενάριο ότι πρόκειται για μία σμηνοσειρά (δηλαδή σχετικώς μικρά μεγέθη που είναι περίπου ίδια μεταξύ τους 3,5, 3,4, 3,3 Ρίχτερ, όπως είναι η τρέχουσα περίπτωση). Το κακό σενάριο, δηλαδή όλη αυτή η δραστηριότητα να είναι προσεισμική, δεν φαίνεται να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες.
Ο ΤΣΕΛΕΝΤΗΣ
Ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, καθηγητής Σεισμολογίας Άκης Τσελέντης, ανέφερε πως υπάρχει μια «πολύ έντονη μικροσεισμική δράση βόρεια της Άσσου». Σε ανάρτησή του στο Facebook ο κ. Τσελέντης παρουσιάζει το ρήγμα που επηρεάζεται από τις δονήσεις αυτές εξηγώντας ότι «δεν έχει σχέση με το μεγάλο ρήγμα που περνά παράλληλα προς την Παλική (που μας έδωσε τον μεγάλο σεισμό του Ληξουρίου)». Όπως διευκρινίζει «το ρήγμα αυτό συνεχίζει ΒΑ περνώντας από της δυτικές ακτές της Λευκάδας (κόκκινο στο χάρτη)», για να συμπληρώσει: «Το φαινόμενο θα συνεχιστεί αρκετές ημέρες, λόγω του μικρού εστιακού βάθους οι σεισμοί αυτοί θα γίνονται αρκετά αισθητοί. Το παρακολουθούμε μήπως υπάρξει μετατόπιση της μικροσεισμικής δράσης προς τη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη που προανέφερα».
Από τη δική του πλευρά, ο σεισμολόγος και διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, Γεράσιμος Παπαδόπουλος, εμφανίζεται καθησυχαστικός αλλά υπογραμμίζει ότι απαιτείται συνεχής επαναξιολόγηση: «Προς το παρόν δεν διαβλέπω ιδιαίτερο κίνδυνο, αλλά από δω και πέρα απαιτείται συνεχής επαναξιολόγηση καθώς θα προκύπτουν νέα δεδομένα».