Σε 19 χρόνια επρόκειτο να βγει στη σύνταξη η εισαγγελέας από τη Βόρεια Ελλάδα που εργαζόταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης και τηλεργασίας από το σπίτι της, ισχυριζόμενη ότι αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας έχοντας, μάλιστα, λάβει με απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%.
Στη συγκεκριμένη περιοχή ορίστηκε νέος προϊστάμενος Εισαγγελίας, ο οποίος μόλις ανέλαβε καθήκοντα ενημέρωσε τη συγκεκριμένη δικαστική λειτουργό ότι δεν προβλέπεται μερική απασχόληση των δικαστών και της υπέδειξε εθελουσία έξοδο. Παράλληλα απέστειλε έγγραφο στην Εισαγγελία Αρείου Πάγου αναφέροντας πως οι λόγοι υγείας που επικαλείται είναι ψευδείς. Έπειτα από αυτό η εισαγγελέας παραιτήθηκε αλλά κατέθεσε αγωγή εναντίον του προϊσταμένου της (τον oποίο θεώρησε υπεύθυνο για την έξοδό της από τον εισαγγελικό κλάδο), αξιώνοντας αποζημίωση 1.100.000 ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στους μισθούς τους οποίους θα λάμβανε μέχρι τη συνταξιοδότησή της καθώς και για την ηθική βλάβη που υποστήριξε ότι υπέστη. Στην αγωγή υπογραμμίζει ότι στο έγγραφο προς τον Άρειο Πάγο ο νέος προϊστάμενος ανέφερε ότι «αν και συνεχίζει να μισθοδοτείται, δεν εμφανίζεται αδικαιολόγητα στην υπηρεσία της» κάτι που για την ίδια «είναι ψευδές και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Τόσο το Πρωτοδικείο όσο και το Εφετείο απέρριψαν την αγωγή της και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε τη σε βάρος της εφετειακή απόφαση. Και οι τρεις δικαστικές δικαιοδοσίες, έκριναν ότι αρμόδια δεν είναι τα πολιτικά δικαστήρια, αλλά το Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας στο οποίο δικάζονται αγωγές κατά δικαστών και εισαγγελέων.