Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας, την οποία διενήργησε η εταιρεία K – Research για λογαριασμό του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, τρεις στους τέσσερις Έλληνες πήραν κάποιο αντιβιοτικό τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ δύο στους δέκα δεν έχουν λάβει ποτέ αντιβιοτικό.
Το 16% πήρε αντιβιοτικό για οδοντιατρικούς λόγους, ένα 21% για διάφορους λόγους σοβαρών ασθενειών ή χειρουργικών επεμβάσεων, ένα 11% για αντιμετώπιση λοιμώξεων και ένα ποσοστό 19% αναφέρει ως αιτία τον επίμονο βήχα και προβλήματα με αναπνευστικό ή βρογχίτιδες.
Ένα πρώτο θετικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία είναι ότι την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό εκείνων που παίρνουν αντιβιοτικά χωρίς συνταγή (από 16% το 2013 στο 6% το 2023). Από τη μείωση το σημαντικότερο μέρος της καταγράφεται την τελευταία διετία (από 12% το 2021 στο 6% το 2023). Παρ’ όλα αυτά ένα σημαντικό ποσοστό 32% συνεχίζει να κρατά αντιβιοτικά στο ψυγείο του σπιτιού του για ώρα ανάγκης (το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με το 2013 που ήταν 36%).
Σύμφωνα με όσα ανέφεραν ειδικοί γιατροί κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της εν λόγω έρευνας, ο πνευμονιόκοκκος, μία κοινή αιτία εξωνοσοκομειακών πνευμονιών, παρουσιάζει αντοχή από 35%-40% στην πενικιλίνη κατά τη χορήγησή της στην κοινότητα και 50%-60% στις μακρολίδες. Επίσης, ο πυογόνος στρεπτόκοκκος εμφανίζει αντοχή 15%-25% στις μακρολίδες. Τα ποσοστά αυτά σημαίνουν ότι μια πνευμονία από πνευμονιόκοκκο ή μια λοίμωξη με στρεπτόκοκκο καταπολεμώνται πιο δύσκολα και τα φάρμακα μπορεί να μην έχουν αποτέλεσμα.
«Όλο αυτό έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της τεράστιας κατάχρησης», ανέφερε η ομότιμη καθηγήτρια Παθολογίας Λοιμώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας, Κυριακή Κανελλακοπούλου, η οποία σημείωσε επίσης ότι ακόμη ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli), το οποίο ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό ουρολοιμώξεων. Η αντοχή του στην αμπικιλίνη υπερβαίνει το 50%, ενώ στις κινολόνες είναι περίπου 20%.