Αν θέλουμε να τιμήσουμε πραγματικά τη μνήμη του Τζορτζ Μπάλντοκ, οφείλουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια διαφοροποίησης του τρόπου σκέψης των νέων
Όσο γενναίος και αν είναι ένας άνθρωπος, η διαχείριση του θανάτου αποτελεί μία από τις πλέον δυσεπίλυτες δυσκολίες της ζωής του. Είναι το άγνωστο που ακολουθεί, το «αιώνιο σκοτάδι» που δεν μπορεί να ερμηνευτεί, η αίσθηση του «σήμερα υπάρχω, αύριο όχι» που τρομάζει.
Τι ζητάμε η πλειονότητα των κοινών θνητών σκεπτόμενοι τη μέρα που θα αφήσουμε αυτόν τον κόσμο; Να τον εγκαταλείψουμε πλήρεις ημερών, να μην υποφέρουμε από κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας και να κλείσουμε τα μάτια μας στην αγκαλιά ενός αγαπημένου μας προσώπου. Ο Τζορτζ Μπάλντοκ «έφυγε» μόνος και αβοήθητος στην πισίνα του σπιτιού του. Τη μέρα που έπρεπε να βρίσκεται δίπλα στην κόρη του για να γιορτάσει μαζί της τα γενέθλιά της. Δεν πρόλαβε να της πει ούτε «χρόνια πολλά»…
Βλέπετε, η ζωή ενός επαγγελματία αθλητή και οι απαιτήσεις του πρωταθλητισμού δεν χαρακτηρίζονται μόνο από πακτωλό εκατομμυρίων. Συνοδεύονται από σκληρές θυσίες και στιγμές απελπιστικής μοναξιάς…
Σήμερα η πλειονότητα της κοινής γνώμης δηλώνει σοκαρισμένη από το τραγικό γεγονός. Όπως συμβαίνει τα εικοσιτετράωρα που ακολουθούν μια τραγωδία.
Ανάμεσά τους νέα παιδιά, μεγαλύτεροι σε ηλικία φίλαθλοι, οπαδοί που μπορεί στο παρελθόν να έχουν βρίσει χυδαία είτε τον ίδιο τον Μπάλντοκ ή κάποιον άλλον «Μπάλντοκ», ρίχνοντας κατάρες στον ίδιο και στην οικογένειά του.
Ευχόμενοι να πάθει χιαστούς, να μην ακουμπήσει ξανά μπάλα, να… βγάλει τη φανέλα και να φύγει από εδώ.
Στα μάτια της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, βλέπετε, ο Μπάλντοκ και κάθε επαγγελματίας αθλητής αντιμετωπίζεται, όσο βρίσκεται εν ζωή, ως… λιοντάρι σε ρωμαϊκή αρένα. Θεωρούμε αναφαίρετο δικαίωμά μας το χυδαίο βρίσιμο σε βάρος του, της γυναίκας του, της μάνας του, είτε πρόκειται για παίκτη της ομάδας που υποστηρίζουμε, σε περιόδους όπου τα αποτελέσματα δεν είναι εκείνα που ικανοποιούν το οπαδικό μας «εγώ», είτε πρόκειται για αθλητή αντιπάλου, οπότε αυτομάτως… τον αντιμετωπίζουμε ως εχθρό!
Αν βέβαια συμβεί το μοιραίο και χάσει τη ζωή του, τότε όλοι έχουμε να πούμε μια καλή κουβέντα ή να ανεβάσουμε ένα δακρύβρεχτο συγκινητικό post στα social media.
Πόσο τραγικό, αλήθεια! Να σεβόμαστε τη ζωή μόνο στον θάνατο!
«ΧΩΜΑΤΕΡΗ» ΜΙΣΟΥΣ
Όχι, δεν θα ευχηθούμε «μακάρι ο τραγικός χαμός του Μπάλντοκ να θυμίσει σε όλους μας ότι οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές είναι πάνω από όλα άνθρωποι, οικογενειάρχες, μπαμπάδες, σύντροφοι και ότι δεν έχουμε το παραμικρό δικαίωμα να ισοπεδώνουμε την αξιοπρέπειά τους», στέλνοντας μπινελίκια και κατάρες ακόμη και σε ιδιωτικές διαδικτυακές συνομιλίες.
Δυστυχώς, η κοινωνία μας έχει μετατραπεί σε μια «χωματερή» μίσους που ξεκινά από τις μικρές ηλικίες. Δεν θα αλλάξει το συγκεκριμένο φαινόμενο με… ευχολόγια! Ρίξτε μια ματιά τι συμβαίνει στα προαύλια των σχολείων, στους δρόμους και στις πλατείες, όπου μια φορά κι έναν καιρό συναντούσες μόνο αγνά παιδικά χαμόγελα. Παντού βασιλεύουν ο φόβος και το μίσος!
Απλώς αν θέλουμε να τιμήσουμε πραγματικά τη μνήμη του Τζορτζ Μπάλντοκ, οφείλουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια διαφοροποίησης του τρόπου σκέψης της νέας γενιάς. Έστω και ένα νέο παιδί να βοηθήσουμε να αντιληφθεί ότι το μίσος οδηγεί σε αδιέξοδα, έστω και έναν νέο να καταφέρουμε να πείσουμε ότι η αρχή και το τέλος του αθλητισμού λέγεται «σεβασμός στον αντίπαλο», τότε ενδεχομένως να μπορέσουμε να έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας απέναντι στον Μπάλντοκ, κάθε επαγγελματία αθλητή και τις οικογένειές τους.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι ο δημοσιογραφικός κλάδος (όσος τουλάχιστον αντέχει να υπηρετεί ακόμη το λειτούργημα της δημοσιογραφίας) έχει τεράστια ευθύνη για την κατρακύλα που βιώνουμε ως κοινωνία.
Δυστυχώς η «βιομηχανία του μίσους», που ζει και βασιλεύει στον ελληνικό αθλητισμό εδώ και χρόνια, είναι η πρώτη που θυμάται τι θα πει «ανθρωπιά» σε στιγμές που χάνεται μια ανθρώπινη ζωή και την ξεχνά μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα για χάρη ενός αμφισβητούμενου πέναλτι, ενός οφσάιντ, ενός ανάποδου φάουλ.
Ο Τζορτζ Μπάλντοκ πνίγηκε στην πισίνα του σπιτιού του! Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να πνίγεται καθημερινά ολοένα και περισσότερο με δίχρωμα κασκόλ, όπως τραγουδούσε μια φορά κι έναν καιρό ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μόνο που το ερώτημα που είχε θέσει («Ελλάς, Ελλάς, τι θα γίνει, φίλε μου, με μας;») πριν από 35 χρόνια όχι μόνο δεν έχει πάρει απάντηση, αλλά πλέον μοιάζει πιο αμείλικτο από ποτέ.