Ο Ολυμπιακός φρόντισε να κάνει ένα «δώρο» πολλών εκατομμυρίων ευρώ στους φίλους της ομάδας με τη μεταγραφή του Ζέλσον Μαρτίνς. Ο 28χρονος εξτρέμ, που γεννήθηκε στο Πράσινο Ακρωτήριο και σε ηλικία 8 ετών βρέθηκε στην Πορτογαλία, για να αποκτήσει πλέον και τη συγκεκριμένη υπηκοότητα. Οι «ερυθρόλευκοι» επιχείρησαν να τον πάρουν το περασμένο καλοκαίρι, ωστόσο δεν τα κατάφεραν και οδηγήθηκαν στον Όλα Σολμπάκεν. Έξι μήνες μετά τον έφεραν στον Πειραιά, με τον Σολμπάκεν να αναμένεται να αποχωρήσει. Ο Μαρτίνς ήρθε με ελεύθερη μεταγραφή από τη Μονακό, είπε «ναι» σε συμβόλαιο έως το καλοκαίρι του 2026, ενώ η ομάδα του πριγκιπάτου διατηρεί το 10% των δικαιωμάτων του σε μια πιθανή μεταπώληση.
Πράσινο Ακρωτήρι
Στα δύσκολα παιδικά του χρόνια στο Πράσινο Ακρωτήρι ο Ζέλσον Μαρτίνς το έριχνε στο ποδόσφαιρο. Έπαιζε μπάλα στις φτωχογειτονιές της Πράια και ξεχώριζε για την ταχύτητα και την ντρίμπλα του. Οι γονείς του δεν έβλεπαν αυτά, καθώς μετανάστευσαν στην Πορτογαλία και πιο συγκεκριμένα στην Αμαδόρα για μια καλύτερη ζωή. Έτσι, από τα 4 έως τα 8 έτη του ήταν με τους θείους του και όσοι τον θυμούνται από τότε είχαν να λένε για ένα ντροπαλό παιδί, που άλλαζε μόλις ακουμπούσε την μπάλα με τα πόδια του και γινόταν ένας ποδοσφαιριστής που έδειχνε ότι θα έχει μέλλον. Ίνδαλμά του ήταν ο Ρομπίνιο, τον οποίο έβλεπε να «κεντάει» με την μπάλα όταν ήταν στη Σάντος. Κάτι που γινόταν επειδή στο Πράσινο Ακρωτήριο μεταδίδονταν τα παιχνίδια του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος. «Προσπάθησα να μιμηθώ κάθε κίνησή του καθώς και κάθε πανηγυρισμό του στα γκολ που έβαζε. Ήμουν γρήγορος όπως και αυτός. Ήμουν εξαιρετικός στην ντρίμπλα και απέφευγα ακόμα και τις πέτρες που έβρισκα μπροστά μου στις γειτονιές όπου παίζαμε ποδόσφαιρο», θα πει σε μία από τις πολλές συνεντεύξεις του.
Το ταξίδι
Σε ηλικία 8 ετών κάνει το ταξίδι για την Πορτογαλία μαζί με τον μεγαλύτερο κατά έξι χρόνια αδελφό του για να βρουν τους γονείς τους, οι οποίοι είχαν στρωμένη δουλειά και πλέον μπορούσαν να είναι μαζί με τα παιδιά τους σε ένα πιο ήρεμο περιβάλλον. Βάση ήταν η Αμαδόρα (προάστιο στα βορειοδυτικά της Λισαβόνας), όπου ο Ζέλσον άρχισε επίσης να παίζει μπάλα στις γειτονιές, αλλά μόνο όταν είχε κάνει τα μαθήματά του. Ακολουθούσε πιστά τους κανόνες που είχαν επιβάλει οι γονείς του αναφορικά με το σχολείο που ήταν προτεραιότητα. Η μητέρα του ήθελε να τον στρέψει προς τον στίβο και έφτασε να κάνει προπονήσεις για αγώνες μικρών και μεσαίων αποστάσεων. Ωστόσο ένας φίλος της οικογένειας, που τον είδε να παίζει μπάλα, τον πήγε στην ακαδημία της Μπενφίκα.
Η μετακίνηση
Πέρασε τις πόρτες της διάσημης ακαδημίας των «αετών» σε ηλικία 12 ετών. «Απέφευγε όλα τα παιδιά με χαρακτηριστική ευκολία, ενώ η ταχύτητά του ήταν τέτοια που δύσκολα συναντούσες κάτι ανάλογο σε παιδιά ίδιας ηλικίας», θα πει ο Τιάγκο Κορέιρα που ήταν ο πρώτος του προπονητής. Η Μπενφίκα δεν έκρινε σωστά τα προσόντα του, με τη Σπόρτινγκ Λισαβόνας να τον «κλέβει» βλέποντάς τον σε κάποια από τα μεταξύ τους ματς, ενώ του έδινε και πολλά χρήματα. Από το 2012 σε ηλικία 17 ετών βρίσκεται στη Σπόρτινγκ, παίρνοντας 1.000 ευρώ τον μήνα, βάζοντας και μπόνους που θα του απέφεραν άλλα 32.000 ευρώ. Με τον Αμπέλ Φερέιρα να διαμορφώνει τον ποδοσφαιρικό του χαρακτήρα πλέον, αφού τον είχε στην Κ19 και την Κ21 της Σπόρτινγκ, όταν ήταν στην ακαδημία της, «απογειώθηκε». Για τον Φερέιρα ο Ζέλσον Μαρτίνς έχει πει πως ήταν ο προπονητής που τον «σημάδεψε», όπως και ο Ζόρζε Ζέσους.
Το 2015 τον ανεβάζει στην πρώτη ομάδα της Σπόρτινγκ, κερδίζοντας νέο επαγγελματικό συμβόλαιο με καλές αμοιβές, ενώ η τιμή του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο εκτοξεύτηκε στα 35.000.000 ευρώ το καλοκαίρι του 2018. Μόλις είχε τελειώσει την καλύτερη σεζόν με τα «λιοντάρια», βάζοντας 13 γκολ σε 52 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις. Μάλιστα είχε παίξει και δύο ματς κόντρα στον Ολυμπιακό για τους ομίλους του Champions League (ηττήθηκαν 3-1 και 3-2 οι «ερυθρόλευκοι»), πραγματοποιώντας εξαιρετικές εμφανίσεις. Ήταν ήδη και εκ των βασικών παικτών στην Εθνική Πορτογαλίας, με τον Φερνάντο Σάντος να τον καλεί για πρώτη φορά στην ανδρική ομάδα τον Οκτώβριο του 2016, οπότε έκανε και το ντεμπούτο του. Φυσικά ήταν βασικό στέλεχος σχεδόν όλων των μικρών εθνικών ομάδων της Πορτογαλίας, πριν έρθει η προαγωγή του στην ανδρική ομάδα.