Είναι ήδη φανερό ότι αν η προεδρία Τραμπ δεν πετύχει στα επόμενα τέσσερα χρόνια να ανασχέσει την ισχύ και προπάντων την πολυμερή διείσδυση της Κίνας, τότε ένας από τους επόμενους προέδρους των ΗΠΑ θα αναγκασθεί να ομολογήσει σε παγκόσμιο ακροατήριο: «Δυστυχώς, είμαστε εξαρτημένοι από την Κίνα». Και τότε η κυριαρχία, αλλά και η «σκληρή ισχύς» της Δύσης συνολικά στον κόσμο θα έχει τελειώσει. Θα είναι η οριστική ήττα της δυτικής κουλτούρας και των εθνών της έναντι της Μεγάλης Ανατολής που θα σκέπτεται κινεζικά.
Στη λογική αυτή το «μπρα ντε φερ» που άρχισε να παίζει η νέα Ουάσινγκτον υπό τη διοίκηση Τραμπ δεν αφορά την Αμερική και τον συσχετισμό ισχύος των ΗΠΑ στον κόσμο. Αλλά το σύνολο της Δύσης που αν δούμε τα στοιχεία εξάρτησης, για παράδειγμα, της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα ή και των ασιατικών συμμαχικών με τις ΗΠΑ δυνάμεων ή την Αυστραλία, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι τυχόν ήττα των ΗΠΑ από την Κίνα ή ένας «έντιμος συμβιβασμός» από την αρχική φάση, θα αποτελέσει μια συνολική ήττα της αυτονομίας της όλης Δύσης.
Γιατί το Πεκίνο, υπό τη διοίκηση του Σι Ζιπίνγκ και του Κουμουνιστικού Κόμματος, χρειάζεται άλλες δύο δεκαετίες περίπου για να αναδειχθεί σε παγκόσμια κυρίαρχο αυτοκρατορικό κράτος. Ας κρατήσουμε μια σημείωση: Η πιο πολυπληθής στον πλανήτη δύναμη, με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος, η Κίνα, σπεύδει πρώτη να αυτοματοποιήσει την παραγωγή των εργοστασίων της με τη χρήση ρομπότ. Με τον τρόπο αυτό ακυρώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να αποκτήσει η Δύση με την αυτοματοποιημένη παραγωγή, προεξοφλώντας την κυριαρχία στη βιομηχανία και τις τεχνολογίες έναντι όλων.
Η ομάδα Τραμπ σε μια πρώτη φάση έχει υποστεί μια τακτική ήττα, που θα πρέπει να την οδηγήσει σε μια αναδιάταξη της στρατηγικής της. Η Αμερική δεν δύναται μόνη έναντι όλων να αντιπαρατεθεί με την Κίνα σε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο, παίζοντας με δικούς της αποκλειστικά όρους. Η μάχη χάθηκε όταν, αντί τα κεφάλαια να φύγουν από τα χρηματιστήρια και τις μετοχές και να κινηθούν στην αγορά αμερικανικών ομολόγων, με μείωση των επιτοκίων και της φορολογίας που θα αντισταθμιζόταν από τα επιπλέον έσοδα από τους δασμούς, κινήθηκαν προς τον χρυσό και τις ευρωπαϊκές επενδύσεις ή μετοχές.
Στο κρίσιμο 24ωρο κινεζικά funds με εντολές μέσω Ιαπωνίας μαζί με τοπικά funds στο Τόκιο πουλούσαν μαζικά αμερικανικά ομόλογα, με αποτέλεσμα να τινάξουν στον αέρα τον σχεδιασμό της ομάδας Τραμπ. Πέραν αυτών το μέτωπο με την ομοσπονδιακή τράπεζα (FED) και το ποιος αποφασίζει το ύψος των επιτοκίων, ο διοικητής Πάουελ ή η κυβέρνηση, είναι ένα βαθύ θεσμικό ζήτημα για τη δομή των ΗΠΑ, με τις αγορές να αναδεικνύουν τη μέγιστη αστάθεια προκειμένου να διατηρήσουν μεταξύ των άλλων την επιρροή τους μέσω της αυτονομίας της FED στις αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση είναι φανερό ότι η Αμερική για να προωθήσει τη στρατηγική της χρειάζεται συμφωνίες στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, ώστε να υπάρξει πολιτική, γεωστρατηγική, εμπορική και οικονομική – παραγωγική ζώνη ανάσχεσης απέναντι στο Πεκίνο. Οι ΗΠΑ, αλλά ειδικά η Κίνα, δεν βρίσκονται στην εποχή Νίξον, Ρέιγκαν, ούτε φυσικά στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου όταν οι κυρίαρχες ελίτ στην Ουάσινγκτον και τη Νέα Υόρκη αποφάσιζαν να δομήσουν την παγκοσμιοποίηση με απολύτως λάθος στρατηγικές παραδοχές. Φυσικά οι τότε αποφάσισαν κερδοσκοπικά, δεν μπορούν πάντως οι τώρα να ακυρώσουν την παγκοσμιοποίηση τριάντα χρόνια μετά με έναν νόμο. Η επιστροφή στην «κοινωνία των ελεύθερων εθνών» και σε έναν παγκόσμιο διπολισμό, με τη μορφή «σιδηρούν παραπετάσματος» χρειάζεται συμμάχους και δεν αρκεί το Ρωμαϊκού τύπου Πραιτόριο που οραματίσθηκε η ομάδα Τραμπ.
Εφημερίδα Απογευματινή