Για δεκαετίες το φιλελεύθερο και εκσυγχρονιστικό ρεύμα της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς, που διαδοχικά παρήγαγε κυβερνήσεις στην Ελλάδα, χαρακτήριζε ως εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών αλλά και εργαλείο ανάπτυξης την ιδιωτικοποίηση της περιουσίας του κράτους. Πλην του σκληρού πυρήνα, που σήμαινε το υπουργείο Εξωτερικών, τις Ένοπλες Δυνάμεις, τα σώματα και τις υπηρεσίες ασφαλείας, όλα τα άλλα ορίζονταν ως αναλώσιμα.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα ξεκίνησαν πριν από δεκαετίες με αφετηρία την πώληση, μάλλον δωρεά προς ιδιώτες, συνήθως με πελατειακά κριτήρια ή έναντι παράνομων προμηθειών, των υπερχρεωμένων και κοστοβόρων προβληματικών επιχειρήσεων του Δημοσίου. Ήταν ενδιαφέρον ότι αντί να αναζητηθούν οι ευθύνες -κυβερνητικές και κομματικές- των διαχειριστών τους ή οι ευθύνες των συνδικάτων τους, όλα κατέληγαν σε μια συμφωνία ουσιαστικά παραχώρησής τους. Πολιτικοί, οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, τραπεζίτες, επενδυτές, χρηματιστές, μέρος των μίντια επέμεναν ότι μόνη λύση για την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών ήταν το ξεπούλημα. Στην πρώτη φάση των προβληματικών, στη συνέχεια κάποιων ΔΕΚΟ, τέλος με έμφαση πλέον στην προηγούμενη δεκαετία της χρεοκοπίας των υποδομών της χώρας. Λιμάνια, αεροδρόμια, αυτοκινητόδρομοι, συγκοινωνίες, φως, νερό, τηλέφωνο αποτέλεσαν κυρίαρχους στόχους ιδιωτικοποίησης.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο αντίλογος σε αυτή τη στρατηγική, που είχε ξεκινήσει από χρεοκοπημένες χώρες της Λατινικής Αμερικής και του Τρίτου Κόσμου και είχε απλωθεί ως κυρίαρχο δόγμα των αγορών και των διεθνών οικονομικών θεσμών σε όλη τη Δύση ή όπου αυτή ακουμπούσε, επικεντρωνόταν σε ένα ερώτημα. Κρίσιμο. Εφόσον πουληθεί το μεγάλο μέρος της περιουσίας του κράτους ή οι επιχειρήσεις τύπου ΔΕΚΟ που αυτό έχει υπό τη διαχείρισή του, από πού θα προκύψουν τα έσοδα για να εξελίσσει τις δημόσιες και κοινωνικές πολιτικές του ή τις επενδύσεις του; Σημειωτέον ότι τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις συνήθως εξαντλούνταν στο να κλείνουν «τρύπες» στα χρέη του προϋπολογισμού ή να χάνονται σε ευκαιριακές παροχές προεκλογικού τύπου. Οι απαντήσεις ήταν πάντα θολές και αποσπασματικές. Κάτι σαν λειτουργία κάποιου επιτελικού κράτους, με δραστική μείωση των δαπανών και outsourcing αναθέσεις ακόμη και στις πιο κρίσιμες λειτουργίες για τους πολίτες, του τύπου Υγεία, Παιδεία, κοινωνική ασφάλεια.
Φθάνοντας στη χρεοκοπία του 2010-2011, η Ελλάδα ήταν ήδη μια καθημαγμένη χώρα ως προς την απώλεια και την πλήρη απαξίωση της δημόσιας περιουσίας της, με φωτεινές εξαιρέσεις φυσικά συμβάσεις εκμετάλλευσης όπως εκείνη με τους Κινέζους για το λιμάνι του Πειραιά. Διατηρούσε όμως μεγάλο μέρος των δημόσιων υποδομών. Τα «γεράκια» των πιστωτών της, έχοντας πλέον στη διάθεσή τους τη «νόμιμη μοίρα» της, διέταξαν την πλήρη παραχώρηση αυτών των υποδομών (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα, κτίρια). Ιδιωτικοποιήσεις και απεθνικοποιήσεις σε ημερήσια βάση περιουσιών. Μέχρι και τα εθνικά κληροδοτήματα βρέθηκαν στο στόχαστρό τους. Το επίκεντρο της «δημιουργικής καταστροφής» που επέβαλε το μοντέλο των αγορών στους δημοσιονομικά ηττημένους.
Φθάνοντας στο 2019, αναλαμβάνει τη διοίκηση της χώρας ένας φιλελεύθερος μεν αλλά νουνεχής κυβερνήτης. Ο κ. Κ. Μητσοτάκης. Προχωρά σε μια κίνηση ματ, που πράγματι αφήνει απολύτως έκθετες ως προς τις ευθύνες τους όλες τις γενιές των φιλελεύθερων αλλά και των κρατιστών που προηγήθηκαν. Αποφασίζει την εξυγίανση της υπερχρεωμένης ΔΕΗ με ιδιωτικοοικονομική διοίκηση, αλλά διατηρώντας υπέρ του Δημοσίου τη στρατηγική μειοψηφία του 34%-35%. Το κράτος μένει ως βασικός μέτοχος χωρίς μάνατζμεντ. Η ΔΕΗ πληρώνει τα χρέη της, αποκτά πλεονάσματα, προχωρά σε επενδύσεις, είναι κύριος παίκτης στον τομέα του ηλεκτρισμού έναντι της απελεύθερης αγοράς. Ρυθμιστής μεταξύ των άλλων των τιμών υπέρ του καταναλωτή. Πλήρης επιτυχία του μοντέλου ΣΔΙΤ του Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του. Μπορεί να ρωτήσει κάποιος: Και πού θα βρούμε Στάσσηδες να διοικήσουν; Εκεί που βρήκαμε και τον διευθύνοντα τη νέα ΔΕΗ κ. Στάσση. Αρκεί να είμαστε σοβαροί…
Εφημερίδα Απογευματινή