Χθες συμπληρώθηκαν 58 χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Έζησε τότε η χώρα μία εποχή οπισθοδρόμησης, η οποία αρχικώς δεν ήταν ορατή λόγω μιας ευνοϊκής διεθνούς οικονομικής συγκυρίας. Με την κρίση όμως του πετρελαίου αποκαλύφθηκε η επίπλαστη οικονομική πραγματικότητα.
Επειδή έστω και δειλά έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στο διαδίκτυο ορισμένες πανηγυρικές νοσταλγικές νότες για την εποχή εκείνη, προφανώς από ανιστόρητους, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι διαμορφώθηκε τότε ένα πλαίσιο θεσμικών παρεμβάσεων που αποτέλεσαν για τη συνέχεια επί Δημοκρατίας ένα κακό προηγούμενο. Δύο παραδείγματα. Το τότε καθεστώς, επειδή αναζητούσε λαϊκά ερείσματα, υιοθέτησε έναν λαϊκισμό, ο οποίος συνίστατο (α) στην ικανοποίηση κάθε συντεχνιακής απαίτησης που για τον μετέπειτα κακό συνδικαλισμό αποτέλεσε κεκτημένο, (β) στην καταστροφή του περιβάλλοντος με πολεοδομικές άδειες υπερβολικών συντελεστών δόμησης σε όλη τη χώρα.
Επέτυχε και το άλλο η επταετία. Διέλυσε τον στρατό, κάτι που συνιστούσε μία τρομακτική αντίφαση, αν σκεφτεί κανείς από ποια τάξη προέρχονταν οι τότε κυβερνώντες. Με κορυφαίο όσο και τραγικό γεγονός το κυπριακό δράμα, που το ζούμε μέχρι των ημερών μας.
Υπάρχει όμως και μία άλλη επίπτωση, που τη ζήσαμε -για να μην πούμε ότι συνεχίζουμε να τη ζούμε- στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Η ανελευθερία στα επτά χρόνια των συνταγματαρχών χρησιμοποιήθηκε στη Μεταπολίτευση από ορισμένο τμήμα του πολιτικού συστήματος ως καλό άλλοθι, έτσι ώστε βασικές αρχές της Δημοκρατίας να παραβιασθούν και έκτοτε το στίγμα να το δίνουν οι αλαλάζουσες μειοψηφίες, που στην ουσία βιάζουν καθημερινά τη Δημοκρατία, στο όνομά της μάλιστα!
Πενήντα οκτώ χρόνια μετά έχουν ενδιαφέρον δύο στοιχεία. Το πρώτο έχει να κάνει με τον λόγο που είχε επικαλεστεί ο στρατός για να επέμβει, πέραν του κομμουνιστικού κινδύνου, για τον οποίον έδωσαν αφορμή στους επίορκους συνταγματάρχες τα πολιτικά φλερτ του λαϊκιστή Γεωργίου Παπανδρέου με την Αριστερά. Όπως οι πολιτικές συνθήκες της εποχής, που κάθε άλλο παρά ήταν χειρότερες από τις σημερινές. Το επιχείρημα λόγου χάρη των συνταγματαρχών ότι η Βουλή ξόδευε… 120.000 δραχμές της εποχής για το καφενείο της (!) αποτελεί κόκκο παραπτώματος, με τις αποδεδειγμένες μίζες των εκατομμυρίων ευρώ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ας το έχουμε στα υπ’ όψιν ως ένα πάθημα που πρέπει να γίνει μάθημα.
Ένα δεύτερο στοιχείο άξιο προσοχής ακόμη και σήμερα, που η γερά θεμελιωμένη Δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει από κανενός είδους παρέκκλιση, είναι να σταματήσουν κάποιοι με την πολιτική συμπεριφορά τους να δίνουν αφορμή σε νοσταλγούς των αυταρχικών καθεστώτων να τα μνημονεύουν ως ιδανικά πολιτεύματα. Πρόκειται για την πλέον επικίνδυνη νοσταλγία -έστω και των ολίγων- για το πολιτικό σύστημα, για την απαξίωση του οποίου υπάρχουν συγκεκριμένοι υπεύθυνοι. Και το πρώτο βήμα της νοσταλγίας αυτής είναι η λεγόμενη… αντισυστημικότητα!
Εφημερίδα Απογευματινή