Πολιτική χωρίς αντίβαρο και σχέση με την πραγματικότητα

Οι ουτοπικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για να ανοίξει ο διάλογος μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων, η σχεδόν ανύπαρκτη αυτοκριτική και η δημοσκοπική πτώση των κομμάτων Φάμελλου, Ανδρουλάκη και Χαρίτση
08:03 - 15 Απριλίου 2025

Στους Δελφούς, ο Σωκράτης Φάμελλος ζήτησε από τα προοδευτικά κόμματα να συγκροτήσουν από κοινού «ένα ψηφοδέλτιο το οποίο με βάση και τις συνταγματικές προβλέψεις να διεκδικήσει την κυβέρνηση». Συμπλήρωσε δε ότι «μπορεί να είναι ένα ψηφοδέλτιο και συμμαχικών δυνάμεων που θα κατέβει συνταγματικά ως ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο. Υπάρχει τρόπος να κατέβει». Λίγο νωρίτερα, στο ίδιο φόρουμ, ο Νίκος Ανδρουλάκης έλεγε πως δεν πρόκειται να μπει «σε μια συζήτηση όπου ο καθένας λέει ό,τι θέλει και φέρνει την πραγματικότητα στα μέτρα του, μην κοιτώντας τα πραγματικά δεδομένα». Η δε Νέα Αριστερά, με ανακοίνωση που εξέδωσε την Κυριακή των Βαΐων, τονίζει ότι η Κεντρική Επιτροπή της «απορρίπτει τα σενάρια για συγκόλληση Κοινοβουλευτικών Ομάδων και επιμένει στην έναρξη προγραμματικού διαλόγου, ώστε να δοθεί πειστική απάντηση στο καθεστώς Μητσοτάκη».

Τα τρία αυτά κοινοβουλευτικά κόμματα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και μετά, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπήκε στην πιο δύσκολη πολιτικά περίοδο της σχεδόν εξαετούς διακυβέρνησής της. Επί σαράντα και πλέον ημέρες οι τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές ήταν επί της ουσίας μονοθεματικές, με αντικείμενο την τραγωδία των Τεμπών, τις ευθύνες πριν και μετά το δυστύχημα και τη σημερινή κατάσταση του σιδηροδρόμου, ενώ αμέσως μετά το ζήτημα της ακρίβειας επανήλθε σταδιακά στη δημόσια ατζέντα.

Μέσα σε αυτό λοιπόν το δίμηνο και υπό αυτές τις συνθήκες, τα ποσοστά των τριών αυτών κομμάτων σε όλες τις δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας όχι μόνο δεν εκτοξεύτηκαν, αλλά αντίθετα σημείωσαν πτώση. Σε σχέση με το εκλογικό τους ποσοστό (για όσους συμμετείχαν στις εκλογές) είτε στην κάλπη των εθνικών εκλογών του 2023 είτε στην κάλπη των ευρωεκλογών του 2024, όλες οι μετρήσεις τα φέρνουν πιο χαμηλά. Αυτοκριτική σχεδόν ανύπαρκτη, μάλιστα κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζουν ότι φταίει η προσέγγιση με το κεντρώο ΠΑΣΟΚ και κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ ότι φταίει η προσέγγιση με τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Για το αν φταίει κάτι στον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του κόμματος, στα πρόσωπα που το απαρτίζουν και τις ιδέες που κομίζει, καμία σκέψη μέχρι στιγμής – τουλάχιστον όχι δημόσια.

Είναι περιττό να μιλήσουμε για τις ραγδαίες εξελίξεις στον πλανήτη μας, που κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη αφήνουν τη χώρα μας. Τις αντιλαμβάνονται πλέον οι πάντες. Από τους δασμούς που βάζει ο Ντόναλντ Τραμπ μέχρι την επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης, μια σειρά από ενέργειες και ζητήματα μεταμορφώνει τον κόσμο της εργασίας, της εκπαίδευσης και φυσικά της οικονομίας. Οι πολεμικές συγκρούσεις αλλάζουν άρδην το τοπίο στην Ανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Δημογραφικό αναδεικνύεται τεράστιο πρόβλημα στην Ευρώπη – και βέβαια και στην Ελλάδα.

Την περασμένη Πέμπτη, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε «10+1 προγραμματικούς άξονες για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάμεων». Με βάση αυτές, το κράτος θα κληθεί να δαπανήσει πάνω από πέντε δισεκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει εν όλω ή εν μέρει το ποσοστό των ιδιωτών μετόχων στη ΔΕΗ («Επαναφορά της ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο»), της Paneuropean Oil and Industrial Holdings στη Helleniq Energy («Δημόσιος έλεγχος στα ΕΛΠΕ»), της Macquarie Asset Management στον ΔΕΔΔΗΕ («Δημόσια δίκτυα ηλεκτρισμού»), αλλά και για τη διαγραφή οφειλών των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης – Αποχέτευσης («Στήριξη των ΔΕΥΑ με διαγραφή των χρεών της ρήτρας αναπροσαρμογής»).

Αυτά εφάπαξ. Άλλα πέντε δισ. ευρώ ετησίως θα δίνει περίπου το κράτος για την «επαναφορά του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο» και για την «επαναφορά της 13ης σύνταξης». «Κατάργηση της προσωπικής διαφοράς», «αυξήσεις για όλους τους συνταξιούχους», «κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων» προσθέτουν μερικά δισεκατομμύρια ακόμα στον ετήσιο λογαριασμό. Το ιδιωτικό χρέος υπολογίζεται πάνω από 370 δισ. ευρώ, συνεπώς η πρόταση για «γενναία ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους με διαγραφή μεγάλου μέρους του» δεν μπορούμε με σιγουριά να γνωρίζουμε με πόσες δεκάδες δισεκατομμύρια θα επιβαρύνει το ελληνικό Δημόσιο.

Από εκεί και πέρα, κατά το κοινώς λεγόμενο, χάνεται η μπάλα: Μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα διαβίωσης, μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, ολική επιστροφή του ΕΦΚ του αγροτικού πετρελαίου, 15.000 μόνιμες προσλήψεις στο ΕΣΥ, αυξήσεις στις αμοιβές γιατρών, νοσηλευτών και λοιπού υγειονομικού προσωπικού και ένταξη όλων στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, αύξηση της επιδότησης ενοικίου κ.ά. Κι αυτός ο χορός των δισ. χωρίς να αυξηθεί κανένας άμεσος ή έμμεσος φόρος, εκτός από τη «φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών». Κι αυτές είναι οι προτάσεις, όπως προαναφέραμε, «για να ανοίξει ο διάλογος των προοδευτικών δυνάμεων».

Ίσως αυτός ο διάλογος πράγματι πρέπει να ανοίξει. Κι ας μην οδηγήσει τελικά σε συνεργασία. Στη διάρκειά του, θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο να διαπιστωθεί όχι αν θα απαντηθούν, αλλά αν θα τεθούν τα μεγάλα ερωτήματα: Πώς θα παραχθεί περισσότερος πλούτος στην Ελλάδα; Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας και πώς μπορεί να αξιοποιηθούν; Πώς στεκόμαστε στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται; Με ποιους τρόπους μπορεί να σταματήσει η δραματική ετήσια μείωση των γεννήσεων; Τι ανώτατη Παιδεία χρειαζόμαστε;

Εφημερίδα Απογευματινή