Η διεθνής οικονομική καταιγίδα δεν είναι κάτι που έρχεται – είναι ήδη εδώ. Τα σύννεφα έχουν μαζευτεί πάνω από την παγκόσμια οικονομία και «βρέχει» αμερικανικούς δασμούς και κινεζικά αντίποινα, ενώ ένας άνεμος βαθιάς ανησυχίας και έντονου προβληματισμού διαπνέει το τραπεζικό σύστημα και τις χρηματαγορές. Όσο και να γράφονται σοβαρές αναλύσεις και να διατυπώνονται εμπεριστατωμένες απόψεις, η αλήθεια είναι ότι ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τι μέλλει γενέσθαι, διότι εμφιλοχωρεί η ανθρώπινη συμπεριφορά. Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: Ένα κρασί από τους αμπελώνες της Βόρειας Ελλάδας πωλείται σε ένα σουπερμάρκετ της Νέας Υόρκης έναντι 20 δολαρίων. Με τους δασμούς ύψους 20% σε όλα τα προϊόντα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κρασί αυτό θα επιβαρυνθεί με 4 δολάρια επιπλέον. Θα αναλάβει αυτό το κόστος ο Βορειοελλαδίτης οινοπαραγωγός, για να διατηρήσει ανταγωνιστικό το προϊόν του; Θα το μοιραστεί με τον Αμερικανό εισαγωγέα; Κι αν το μετακυλίσουν ολόκληρο στον καταναλωτή, εκείνος θα πληρώσει 24 δολάρια για να το αγοράσει ή θα προτιμήσει π.χ. ένα αργεντίνικο, που επιβαρύνεται με 10% δασμούς;
Ο δε Γερμανός αυτοκινητοβιομήχανος, για παράδειγμα, θα αυξήσει την τιμή πώλησης του οχήματος στις ΗΠΑ, θα απορροφήσει όλο ή μέρος του επιπλέον κόστους ή θα φροντίσει να δημιουργήσει μια γραμμή παραγωγής σε αμερικανικό έδαφος; Υπάρχουν εκατοντάδες αντίστοιχα ή παρόμοια ερωτήματα που θα απαντηθούν στην πράξη σε βάθος χρόνου, όταν θα αρχίσουν να φαίνονται τα πραγματικά -και όχι πρόσκαιρα- αποτελέσματα της νέας δασμολογικής πολιτικής Τραμπ, καθώς και εκείνης των άλλων χωρών που θα ανταπαντήσουν.
Το ζήτημα, βέβαια, που μας αφορά καίρια έχει να κάνει με την ελληνική οικονομία. Έπειτα από μια δεκαετή ύφεση, που ξεκίνησε με την κρίση χρέους, άντεξε -με απώλειες- τη διετή κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού και την ενεργειακή κρίση που προκάλεσαν η εισβολή της Ρωσίας και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία (επίσης βέβαια με απώλειες). Θα μπορέσει να αντέξει μια τέταρτη κρίση, τελείως διαφορετικού τύπου και χαρακτήρα, που ακόμα οι πλήρεις επιπτώσεις της είναι απρόβλεπτες;
Αξιοποιώντας τους διαθέσιμους εθνικούς πόρους και όλα τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά εργαλεία (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ, Ταμείο Συνοχής, ΚΑΠ, Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης), η κυβέρνηση έχει πετύχει να διατηρεί σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μάλιστα σημαντικά υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Για τη φετινή χρονιά η πρόβλεψη του προϋπολογισμού είναι για ανάπτυξη της τάξης του 2,3%, ενώ στο 2,4% την ανεβάζει το ΙΟΒΕ και στο 2,5% η Τράπεζα της Ελλάδος. Πάνω από 2% είναι η πρόβλεψη για την ανάπτυξη και το 2026. Κανείς δεν μπορεί ακόμα να πει με σιγουριά πώς θα επηρεαστούν τα μεγέθη αυτά από τη διεθνή οικονομική καταιγίδα που έχει ξεσπάσει.
Ένα είναι σίγουρο ωστόσο: η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και ο δρόμος μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές μεγάλος. Δύο ολόκληρα χρόνια. Με τη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας την περασμένη Παρασκευή και με τον μίνι ανασχηματισμό σε Μέγαρο Μαξίμου και Πειραιώς, χθες, έκλεισε ένας μεγάλος κύκλος αλλαγών, που ξεκίνησε με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, αλλά και εσωστρέφειας, που ξεκίνησε λόγω των συλλαλητηρίων για τη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών και «απογειώθηκε» λόγω δυσαρέσκειας όλων όσοι έφυγαν από το κυβερνητικό σχήμα και όλων όσοι δεν μπήκαν, παρότι το ανέμεναν. Τώρα που όλα αυτά, λογικά, είναι πια πίσω, είναι η ώρα της συστηματικής, οργανωμένης και μεθοδικής δουλειάς.
Το να ζητάει κανείς αυξήσεις μισθών ή συντάξεων ή επιδομάτων είναι σίγουρα το εύκολο και πιθανώς αυτό που τον κάνει πιο αρεστό. Το δύσκολο είναι στο υπουργείο που διοικεί ή στον οργανισμό ή στον φορέα που είναι επικεφαλής να βρει τρόπους να κόψει περιττές δαπάνες, να αυξήσει τα έσοδά του, να εξορθολογίσει τα οικονομικά του, να προσελκύσει επενδύσεις ή συνέργειες από την Ελλάδα και από το εξωτερικό στον τομέα που δραστηριοποιείται. Επί αρκετό καιρό, αρκετοί υπουργοί και στελέχη σε θέσεις ευθύνης της δημόσιας διοίκησης σπατάλησαν αρκετές ώρες καθημερινά σε παραπολιτική και παραφιλολογία. Επειδή αναφέρονται συχνά τελευταία, με αφορμή τη νέα αμερικανική πολιτική, ο Θουκυδίδης και όσα είχε πει για το δίκιο του ισχυρού, ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός και στρατηγός είχε επισημάνει και κάτι ακόμα, πιο ταιριαστό στην περίπτωσή μας: οι καιροί ου μενετοί.
Εφημερίδα Απογευματινή