Βλέποντας την περασμένη εβδομάδα τα θαύματα που έκαναν στο χορτάρι τα «τρομερά μωρά» του Ιβάν Γιοβάνοβιτς, το μυαλό ταξιδεύει για λίγο σε αυτή τη γενιά. Του Χρήστου Μουζακίτη και του Κωνσταντίνου Καρέτσα. Όχι σε αυτούς που διαπρέπουν με τη γαλανόλευκη αλλά και με τους συλλόγους τους, βέβαια, και κερδίζουν φήμη και δόξα, αλλά στους χιλιάδες ανώνυμους συνομηλίκους τους. Τα παιδιά, δηλαδή -νέοι βασικά πλέον-, που γεννήθηκαν το 2007. Και τα οποία στη μεγάλη πλειονότητά τους ετοιμάζονται σε δύο μήνες από σήμερα να ριχτούν στη μάχη των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
Πόσοι στ’ αλήθεια μπορούν να ανιχνεύσουν τις ανάγκες και τα «θέλω», τα «πιστεύω» και τις ανησυχίες της γενιάς αυτής; Ίσως ελάχιστοι. Ο λόγος είναι απλός: Καμία άλλη γενιά στο πρόσφατο παρελθόν δεν έχει μεγαλώσει σε αυτές τις συνθήκες και με τέτοιες συγκυρίες. Το 2007, όταν ήρθαν στη ζωή, η λεγόμενη εποχή της αστακομακαρονάδας έπνεε τα λοίσθια, τα πρώτα προβλήματα στην οικονομία είχαν αρχίσει να φαίνονται στον ορίζοντα και οι ψευδαισθήσεις σύντομα θα διαλύονταν. Βρέφη ακόμα, το 2008, ήταν η πρώτη χρονιά της ύφεσης – ακολούθησαν άλλες εννιά.
Στην τρυφερή ηλικία που πήγαιναν ακόμα παιδικό σταθμό, στο οικογενειακό περιβάλλον τους ήταν πολύ πιθανό να ανατράπηκαν όλα: Γονείς στην ανεργία ή με μεγάλη μείωση μισθού, γιαγιά και παππούς με περικομμένη σύνταξη, οικονομικές δυσκολίες που έχουν και πρακτική αντανάκλαση στην ανατροφή του παιδιού αλλά και ψυχολογική, καθώς αυτό αντιλαμβάνεται τις τυχόν εντάσεις που υπάρχουν στο σπίτι και επηρεάζεται από αυτές.
Η οικονομική κρίση βαθαίνει στα χρόνια που ο σημερινός 18χρονος πήγαινε δημοτικό σχολείο και σε πολλές περιπτώσεις δεν του επιτρέπει να έχει τις όποιες ανέσεις απολάμβανε ένα παιδί στην αντίστοιχη ηλικία τις δεκαετίες του ’90 και του 2000. Τις δυσκολίες, ακόμα και αν τυχόν δεν τις βιώνει στον στενό πυρήνα της οικογένειάς του, τις βλέπει στη γειτονιά του, στο σχολείο, στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Και ταυτόχρονα μεγαλώνει μέσα σε μία κοινωνία που σε μεγάλο βαθμό βράζει από οργή, θυμό και αγανάκτηση.
Όταν πια φτάνει στο γυμνάσιο, το σοβαρό κομμάτι της κρίσης έχει περάσει, τα τρία μνημόνια υπεγράφησαν και εν πολλοίς οι όροι τους εκπληρώθηκαν, μια αχτίδα αισιοδοξίας διαφαίνεται στη χώρα – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι αυτομάτως τα οικονομικά της οικογένειάς του βελτιώθηκαν θεαματικά. Λίγους μήνες αργότερα, ωστόσο, μια άλλη κρίση σκιάζει τη ζωή του – υγειονομική αυτή τη φορά: Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 εισβάλλει ξαφνικά και στη χώρα μας και τα ανατρέπει όλα.
Οι μαθητές γυμνασίου εν προκειμένω, που έχουν τεράστια ανάγκη να παίξουν, να αθληθούν, να πάνε στα σπίτια φίλων τους, να βγουν βόλτες, κλείνονται στο σπίτι για μεγάλο διάστημα – όπως όλοι εξάλλου. Τα σχολεία σταματούν να λειτουργούν με φυσική παρουσία, τα μαθήματα γίνονται διαδικτυακά, τη μισή μέρα την περνούν μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, προσπαθώντας να καταλάβουν έννοιες που συναντούν πρώτη φορά στα Μαθηματικά, στη Βιολογία, στη Γραμματική, στο Συντακτικό, στα Αγγλικά. Η μάσκα στο πρόσωπο γίνεται στοιχείο της καθημερινότητάς τους. Σχεδόν όλο το γυμνάσιο βγαίνει με τον τρόπο αυτό.
Ειδικοί ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, εκπαιδευτικοί σε όλο τον κόσμο ακόμα προσπαθούν να κατανοήσουν τι προβλήματα ψυχολογικά ή συναισθηματικά άφησε όλη αυτή η εμπειρία στα παιδιά αυτά, ή τι μαθησιακά κενά τούς δημιούργησε. Οι πρώτες έρευνες και μελέτες που έχουν δημοσιευθεί δεν έχουν καθόλου αισιόδοξα συμπεράσματα.
Μόλις μπήκαν στο λύκειο, άλλη μια ανατροπή παραμόνευε: Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έβαλε τον πόλεμο στην καθημερινότητά τους, μέσα από τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων που ακόμα και αν δεν τα έβλεπαν οι ίδιοι, τα έβλεπαν ή τα άκουγαν πιθανότατα οι γονείς τους. Η απότομη αύξηση του κόστους ενέργειας, που ήταν μία από τις συνέπειες του πολέμου που νιώσαμε έντονα στην Ελλάδα, έφτασε ίσως και στο σπίτι τους, δημιουργώντας προβλήματα και δυσκολίες. Την ίδια περίοδο, είδαν στη χώρα μας να χάνονται παιδιά λίγο μεγαλύτερα από τη δική τους ηλικία σε ένα τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα – κάτι που έγινε αντικείμενο ευρείας συζήτησης και φυσικά θυμού για τη γενιά τους.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σήμερα και στο κατώφλι της αποφοίτησης από το λύκειο και των Πανελλαδικών Εξετάσεων – ή ό,τι άλλο έχουν επιλέξει να κάνουν μετά το σχολείο. Προφανώς, δεν χωράει η ανασκόπηση μιας ζωής 18 ετών σε ένα σύντομο σημείωμα όπως αυτό. Προφανές είναι, επίσης, ότι επειδή αναδείχθηκαν οι δύσκολες και σκοτεινές πτυχές της περιόδου αυτής, δεν ήταν όλη η ζωή τους έτσι. Κάτι άλλο, ωστόσο, είναι εξίσου προφανές: Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να καταλάβουν στ’ αλήθεια τη γενιά αυτή. Και τα πολιτικά κόμματα ίσως λίγο περισσότερο από όλους.
Εφημερίδα Απογευματινή