Μπορεί η χώρα μας να μην έχει τα επείγοντα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αφού δεν θεωρείται ούτε είναι αφοπλισμένη, αλλά το στοίχημα των Ενόπλων Δυνάμεων και για την Ελλάδα δεν είναι δευτερεύον. Την προηγούμενη δεκαετία 2010-2020 της δημοσιονομικής χρεοκοπίας της χώρας υπήρξε καθοριστικό για την ποιότητα αλλά και τις λογικές που κυριάρχησαν όχι μόνο σε σχέση με τους εξοπλισμούς αλλά και με την κατάσταση του προσωπικού του ελληνικού στρατεύματος.
Το οργανόγραμμα φλύαρο, δημοσιοϋπαλληλικό, συντονισμένο με τον υπόλοιπο κρατικό τομέα. Αξιωματικοί που έβλεπαν την καριέρα τους στο στράτευμα ως μια ευκαιρία απόκτησης γνώσεων και εμπειριών κατάλληλων για μια δεύτερη ευκαιρία κατά βάση στον ιδιωτικό τομέα, αμέσως μετά την πρόωρη, εθελούσια αποστρατεία τους, με πολύ καλύτερες αποδοχές. Υπαξιωματικοί και οπλίτες χαμένοι στη μετάφραση ενός στρατού που ουσιαστικά η τελευταία φορά που «μύρισε» πεδίο πραγματικού πολέμου ήταν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα δηλαδή. Σε έναν κόσμο και ειδικά μια Δύση απονευρωμένη ιδεολογικά και θεωρητικά από την επονομαζόμενη «σκληρή ισχύ», με τα έθνη να χαρακτηρίζονται ξεπερασμένα και τους τραπεζίτες ή τα διεθνή σπίτια να προσμετράνε τα κονδύλια για στρατιωτικές δαπάνες περίπου ως περιττό έξοδο για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Πόσω μάλλον για χώρες που δημοσιονομικά κατέρρευσαν στη βάση των ελλειμμάτων και των χρεών που δημιούργησαν με άλογο τρόπο οι κυβερνήσεις τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι πλέον σπουδαίοι αξιωματικοί και των τριών Όπλων αξιολογούνταν επί της ουσίας ως γραφειοκράτες του ΝΑΤΟ και όχι ως Έλληνες μετωπικοί αξιωματικοί, ενώ τα παράσημα γέμιζαν τις στολές τους μέσα από τις ασκήσεις που είχαν συμμετάσχει και όχι ως απόρροια των επιλογών και των πράξεών τους στο πεδίο της μάχης. Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί από την άλλη, με την Ελλάδα καθαρά πελατειακό κράτος για την παγκόσμια βιομηχανία όπλων, αφού η εγχώρια παραγωγή για δεκαετίες χαρακτηρίσθηκε από ανυπαρξία ή πλήρη υποβάθμιση. Οι μίζες να είναι καλά και η διπλωματία μέσω της αγοράς οπλικών συστημάτων που έδωσε πρόσκαιρες λύσεις στους πολιτικούς ηγέτες και ωραίες φωτογραφίες από τις παρελάσεις στις εθνικές επετείους.
Όλα αυτά άλλαξαν ξαφνικά όχι στην πρώτη φάση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, όπου, όπως ήταν λογικό και εύλογο, η προτεραιότητα δόθηκε στην αγορά σύγχρονων και αναβαθμισμένων εξοπλισμών στον αέρα και τη θάλασσα προκειμένου να κλείσει με κάποιο τρόπο το έλλειμμα ισχύος και ισορροπίας απέναντι ειδικά στην πολύ πιο ισχυρή και παραγωγική στην πολεμική της βιομηχανία Τουρκία. Η μεγάλη ανατροπή και η κίνηση προς τα εμπρός ήρθε με τη μετακίνηση του κ. Δένδια, από τους πλέον αξιόμαχους, παραγωγικούς κα δημοφιλείς πολιτικούς της Κεντροδεξιάς, από το υπουργείο Εξωτερικών στο υπουργείο των Στρατιωτικών. Το ηγετικό στέλεχος των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, έπειτα από ένα διάστημα στρατιωτικής διπλωματίας, επικεντρώθηκε σε αυτό που τεχνικά ονομάσθηκε «Ατζέντα 2030». Την οργάνωση και προετοιμασία δηλαδή ενός σύγχρονου στρατεύματος για την Ελλάδα, στη βάση πλέον και της συμμετοχής σε διεθνείς κρίσιμες αποστολές όπως αυτή στην Ερυθρά Θάλασσα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ τής δίνει και περιφερειακό ρόλο ως παρόχου ασφάλειας, κύριου πόλου ανάσχεσης απειλών όπως αυτή της Τζιχάντ, εναρμόνισης ανταγωνιστικών πολιτικών και συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Ο κ. Δένδιας και το επιτελείο του, πάντα σε συνεχή και εργώδη συντονισμό με τον πρωθυπουργό και τις αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ, που στη δομή της χώρας μας ενέχει ουσιαστικά ρόλο Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, προωθούν την ανάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων. Λιγότερες θέσεις ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, καλύτερες αποδοχές και συνθήκες ζωής για τους στρατιωτικούς, αναβάθμιση των εξοπλισμών με νέα όπλα και τεχνολογίες ειδικά στον τομέα των μη επανδρωμένων και οργάνωση ενός στρατεύματος έτοιμου για πόλεμο και όχι μόνο για παρελάσεις.
Εφημερίδα Απογευματινή