Κεντροαριστερά: γρίφος χωρίς λύση;

Το εντυπωσιακό είναι ότι κάτω από τα ποσοστά τόσο του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και της Ζωής Κωνσταντοπούλου για την ηγεσία της αντιπολίτευσης βρίσκεται ο Αλέξης Τσίπρας, γεγονός που σημαίνει ότι σταδιακά έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο
09:44 - 22 Μαρτίου 2025

Προφανώς και δεν είναι τυχαία η διάλυση στον χώρο της κεντροαριστεράς και αριστεράς που επιβεβαιώνεται και από τη συνεχώς διαπιστούμενη αναξιοπιστία τους στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό προκύπτει από κάθε έρευνα της κοινής γνώμης. Μόνο οι του πληττόμενου χώρου δεν το αναγνωρίζουν, με το εύκολο πάντοτε επιχείρημα ότι οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μία κατάσταση μιας συγκεκριμένης στιγμής. Η επιχειρηματολογία βεβαίως αυτή παρακάμπτει μία πραγματικότητα που είναι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, παρά μία δυσανεξία που εμφανίζει τελευταίως προς την κυβερνώσα παράταξη, την οποία πάντως την προτιμά να τον κυβερνά.

Την κατάσταση κατακερματισμού των κομμάτων της αντιπολίτευσης που κινούνται στον κεντροαριστερό χώρο, αλλά και το αβέβαιο μέλλον του, το επιβεβαιώνει η εντυπωσιακή έλλειψη προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν να ενώσουν τον χώρο αυτό, ηγούμενοι μιας νέας παράταξης που θα προέκυπτε από συνένωση περισσοτέρων κομμάτων ίδιας ιδεολογικής συγγένειας. Αν και, εδώ που τα λέμε, οι ιδεολογικές ταυτίσεις είναι ένα πρόσχημα που προβάλλεται προς την κοινωνία, ενώ αντιθέτως ο συνδετικός κρίκος μιας πιθανής –που δεν υπάρχει βεβαίως αυτή τη στιγμή- συνεργασίας δεν είναι άλλος από την υποκατάσταση με όποιον τρόπο και μέσο της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση της χώρας.

Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO (για λογαριασμό του Flash.gr) αναδείχτηκε το μεγαλοπρεπές έλλειμα ενός ηγέτη που θα μπορούσε να ενώσει την κεντροαριστερά. Δηλαδή τα όποια κόμματα συνωθούνται στον χώρο αυτό επικαλούμενα τη σχετική ιδεολογική ταυτότητα. Το ποσοστό που κυριαρχεί και μάλιστα με διαφορά είναι η άποψη της κοινής γνώμης ότι κανένας δεν έχει το πολιτικό ανάστημα για να γίνει ηγέτης της κεντροαριστεράς. Διόλου τιμητικό για τους αρχηγούς των κεντροαριστερών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ συναγωνίζεται -σε χαμηλό βεβαίως ποσοστό, μόλις 15,6%- την αρχηγό της Πλεύσης Ελευθερίας, την οποία απλώς έχει «σηκώσει» η ρητορική της στην υπόθεση των Τεμπών.

Το εντυπωσιακό είναι ότι κάτω από τα ποσοστά τόσο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ όσο και της Πλεύσης Ελευθερίας για την ηγεσία της κεντροαριστεράς βρίσκεται ο Αλέξης Τσίπρας, γεγονός που σημαίνει ότι σταδιακά έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο, προφανώς διότι παραμένουν ακόμη στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου νωπές οι μνήμες από τη διακυβέρνησή του. Μάλιστα, είναι χαμηλό και το ποσοστό όσων θεωρούν ότι θα μπορούσε να επιστρέψει ως αρχηγός στον ΣΥΡΙΖΑ. Να μην αναφέρουμε τα ποσοστά των υπολοίπων, όπως οι Φάμμελος, Βαρουφάκης, Χαρίτσης και Κασσελάκης, που η κοινή γνώμη τους έχει αποκλείσει από την ιδιότητα του ηγέτη της κεντροαριστεράς.

Με την κατάσταση να έχει έτσι στην κεντροαριστερά είναι λογικό να αποκλείεται εκ προοιμίου η πιθανότητα μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης που θα μπορούσε να επιτύχει ένα κόμμα από τον χώρο αυτό. Άλλωστε, στην ίδια δημοσκόπηση είναι συντριπτική η αρνητική απάντηση ως προς τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ και του Νίκου Ανδρουλάκη να κερδίσουν τη Νέα Δημοκρατία. Καθώς, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα είναι μάλλον φυσικό να επικρατεί μεταξύ της κοινής γνώμης το σενάριο της επιδίωξης από το ΠΑΣΟΚ μίας συνεργασίας με άλλα κόμματα, μήπως και κατορθώσει να προσελκύσει τους ψηφοφόρους που αδυνατεί να πείσει σήμερα.

Το ερώτημα βεβαίως που αβίαστα προκύπτει είναι πώς είναι δυνατόν η κυβερνητική συνεργασία αυτών των κομμάτων να είναι αποτελεσματική τη στιγμή που από μόνα τους τα κόμματα, τα οποία θα συνεργάζονταν για να κυβερνήσουν, δεν θεωρούνται αξιόπιστα από την κοινωνία για μία κυβερνητική θητεία. Με τις προτιμήσεις για διακυβέρνηση να κλίνουν πλειοψηφικά προς τη Νέα Δημοκρατία;

Το γεγονός πάντως ότι και τα ποσοστά αυτών που τάσσονται υπέρ των συνεργασιών, κυρίως μεταξύ κομμάτων της κεντροαριστεράς, είναι σχετικά χαμηλά, οδηγεί σε μία ρευστότητα στον συγκεκριμένο χώρο που είναι δύσκολο να υπερκεραστεί και να αναδυθεί κάτι νέο το οποίο θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει ή δευτεραγωνιστήσει στην πολιτική σκηνή. Προφανώς πολλά χρειάζεται να γίνουν και, κυρίως, εκτός από την προσωπικότητα που θα γίνεται αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, να διατυπωθεί και ένας διαφορετικός πολιτικός λόγος ουσίας και όχι συνθημάτων κατά της σημερινής κυβέρνησης.

Τέλος, ένα μειονέκτημα της σχετικής προσπάθειας για όποια νέα κεντροαριστερά είναι ότι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα αναγκαστικώς βασίζεται και σε πρόσωπα τα οποία, όπως και να το κάνουμε, αποτελούν εκπροσώπους μιας πολιτικής που έχει εκλογικώς καταδικασθεί και δημοσκοπικώς δεν κατορθώνει να σηκώσει κεφάλι. Από την άλλη πλευρά, αν η έννοια της κεντροαριστεράς συγγενεύει προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, πώς ένα τέτοιο σχήμα θα είναι πιο συγγενές με αυτήν, από τη στιγμή που στο συγκεκριμένο σχήμα θα συμμετέχουν και όσοι αποτελούσαν το σχήμα των νεοκομμουνιστών του Αλέξη Τσίπρα; Χώρια που σε όποια τωρινή προσπάθεια θα πρέπει να εύχονται οι συμμετέχοντες να ξεχάσει ο κόσμος το παρελθόν των κομμάτων που εκπροσωπούν και τα οποία η κοινωνία τα καταδίκασε κατά βροντώδη τρόπο.

Εφημερίδα Απογευματινή