Μια φορά κι έναν καιρό, ο όρος «Σκωτσέζος ποδοσφαιριστής» συνοδευόταν παραδοσιακά από τον χαρακτηρισμό… «ξυλοκόπος»! Δυναμικοί μεν, εξαιρετικά άτεχνοι δε στην πλειονότητά τους, οι απόφοιτοι του πιο βόρειου τμήματος της ποδοσφαιρικής σχολής του Ηνωμένου Βασιλείου υποχρέωναν τους αντιπάλους τους να φορούν δύο και τρία ζευγάρια… επικαλαμίδες ως έξτρα προφύλαξη, όποτε βρίσκονταν απέναντί τους στο γήπεδο.
Ακόμη και αν ήθελαν να το γυρίσουν στις… κορδελίτσες και στο βραζιλιάνικο μοντέλο, οι Σκωτσέζοι θα ήταν αδύνατο να το πράξουν, καθώς ως λαός διαθέτουν σωματότυπο που βασίζεται στην υπέρμετρη μυϊκή δύναμη. Έτσι βγαίνουν από την κοιλιά της μάνας τους, για να το γράψουμε λίγο πιο λαϊκά. Τι κι αν οι Βρετανοί έχουν χαρίσει στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο αστέρια όπως ο Κένι Νταλγκλίς, ο Ντένις Λο ή ο Γκρέιαμ Σούνες; Στο μυαλό της μεγάλης πλειονότητας της κοινής γνώμης το προφίλ ενός Σκωτσέζου ποδοσφαιριστή παραπέμπει περισσότερο στον θηριώδη Ντάνκαν Φέργκιουσον, επί σειρά ετών φορ της Έβερτον.
Η τωρινή εκδοχή των αντιπάλων μας, ωστόσο, διαθέτει πολύ περισσότερες αρετές από εκείνες που τη χαρακτήριζαν τα προηγούμενα χρόνια. Με τους καλύτερους Σκωτσέζους παίκτες να μετακομίζουν πολύ νωρίς -από την ηλικία των 14-15 ετών- στα πολυεθνικά πρωταθλήματα της αγγλικής Premier League και της Championship, ο Στιβ Κλαρκ έχει την πολυτέλεια να επιλέγει το ρόστερ του μέσα από μια σαφώς πιο… πολυμορφική και ποιοτική δεξαμενή.
Για να είμαστε δίκαιοι, στον παλαίμαχο άσο της Σεντ Μίρεν και της Τσέλσι οφείλεται και η σταδιακή αναγέννηση μιας εθνικής ομάδας που -παρά το ειδικό βάρος της- απείχε για πολλά χρόνια από την πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Από το 2019, όταν ανέλαβε καθήκοντα ομοσπονδιακού τεχνικού ο Κλαρκ, οι Σκωτσέζοι επιδεικνύουν αξιομνημόνευτη συνέπεια στη διεκδίκηση προκρίσεων σε μεγάλες διοργανώσεις, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να υπερηφανεύονται για ορισμένες από τις πιο ξακουστές νίκες της ιστορίας τους.
ΤΟ ΚΑΥΣΙΜΟ
Μη σας ξεγελά η προβληματική παρουσία τους στην τελική φάση του Euro 2024. Οι αποψινοί αντίπαλοί μας δεν είναι εύκολη λεία, όχι μόνο για τους παίκτες του Ιβάν Γιοβάνοβιτς αλλά για οποιαδήποτε ομάδα. Δεν πρόκειται φυσικά για κάποιο θηρίο, που προκαλεί τρόμο, ούτε για κάποια εθνική ομάδα που αποτελείται από έναν γαλαξία αστεριών πρώτης γραμμής.
Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσεις ποιος είναι το φαβορί στα δύο παιχνίδια που θα κρίνουν την άνοδο στην πρώτη κατηγορία του Nations League. Η Ελλάδα και η Σκωτία, άλλωστε, έχουν και σχεδόν μηδενική προϊστορία, για να λάβουμε υπόψη έστω κάποια ιστορικά δεδομένα. Μπορεί με τους Άγγλους, τους Ιρλανδούς και τους Βορειοϊρλανδούς να έχουμε ανοίξει… μπόλικους λογαριασμούς τις τελευταίες δεκαετίες, με τους Σκωτσέζους όμως έχουμε μονομαχήσει μόνο μία φορά στο παρελθόν και αυτή το μακρινό 1996, όταν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μοιραστήκαμε από μία νίκη με το ίδιο σκορ (1-0).
Αν θελήσουμε να εντοπίσουμε ένα σημείο που ενδεχομένως να αποδειχθεί «κλειδί» για την επικράτηση της δικής μας Εθνικής, ίσως αυτό να είναι η έλλειψη ενέργειας που παρουσιάζει κάθε ανοιξιάτικο τρίμηνο τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα των παικτών που αγωνίζονται σε συλλόγους της Premier League. Είναι άκρως ελπιδοφόρα, για παράδειγμα, η εικόνα του Άντι Ρόμπερτσον στα τελευταία παιχνίδια της Λίβερπουλ, καθώς ο ηγέτης της Εθνικής Σκωτίας έδειχνε να έχει… ξεμείνει από καύσιμο, τόσο στις δύο αναμετρήσεις με την Παρί όσο και στον τελικό του Carabao Cup κόντρα στη Νιούκαστλ.
Μοιάζει πάντως εξαιρετικά δύσκολο να «καθαρίσει» η άνοδος από το πρώτο παιχνίδι, είτε για τη μία ομάδα είτε για την άλλη.
Εφημερίδα Απογευματινή