Η Ν.∆. από το 41% των εκλογών του 2023 έπεσε στο 28% των ευρωεκλογών και οι πρόσφατες δηµοσκοπήσεις δείχνουν περαιτέρω απώλειες. Τι φταίει γι’ αυτό; Ισως η απάντηση κρύβεται σε µια αναδροµή για το τι έγινε και τι όχι από τον Ιανουάριο του 2016, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλεγόταν πρόεδρος της Ν.∆., εγκαινιάζοντας τις πολιτικές του «αµφίπλευρου ανοίγµατος» για τη µεγάλη Κεντροδεξιά. Το αµφίπλευρο άνοιγµα της Ν.∆. βασίστηκε τόσο «από τα κάτω» όσο και «από τα πάνω». Από τα κάτω, µε τον προσεταιρισµό των λεγόµενων κεντρώων ψηφοφόρων, στερώντας µάλιστα από το ΠΑΣΟΚ το «οξυγόνο» για την ανάκαµψή του. (Μόνο παροδικά το ΠΑΣΟΚ εµφανίστηκε να έχει προβάδισµα στον χώρο του Κέντρου, αµέσως µετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, το περασµένο φθινόπωρο. Σύντοµα όµως αυτό το πλεονέκτηµα εξανεµίστηκε.) Η «από τα πάνω» διεύρυνση ήρθε µε την ενσωµάτωση στο κυβερνητικό σχήµα, από το 2019 κιόλας, στελεχών εκτός της Ν.∆., προερχόµενα τα περισσότερα από τον χώρο του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ.
Το πείραµα ξεκίνησε µε την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.∆. και απέδωσε τα µέγιστα µε την επικράτηση του κόµµατος στις εκλογές του 2019. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για την αµφίπλευρη κυριαρχία του κυβερνώντος, πλέον, κόµµατος. Οι πολίτες αναζητούσαν σταθερότητα µετά τις δραµατικές συνέπειες -οικονοµικές και κοινωνικές- της δεκαετούς κρίσης και των µνηµονίων. Παράλληλα, το λεγόµενο αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο, συµπεριλαµβανοµένων όλων των τάσεων, συσπειρώθηκε στη Ν.∆., µε αποτέλεσµα την ήττα και τελικά, το 2023, την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντιΣΥΡΙΖΑ µέτωπο ένωνε τόσο την παραδοσιακή βάση της Ν.∆. όσο και τους οπαδούς του Κέντρου, που ζητούσαν µετ’ επιτάσεως τοµές και µεταρρυθµίσεις -αυτές που ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραφε στον πολιτικό του λόγο.
Η σύνθεση της πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας ωστόσο που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ήταν µια εφάπαξ πράξη ούτε έγινε κατορθωτή µε ένα «λευκό συµβόλαιο» απεριόριστης διάρκειας. Ηταν φανερό από την πρώτη στιγµή ότι η διατήρηση του αµφίπλευρου πλεονεκτήµατος ήταν µια δύσκολη άσκηση ισορροπιών, πρωτοβουλιών ή και εµπνεύσεων, που θα κέρδιζαν διαρκώς την εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών, των συνιστωσών που έδιναν το µεγάλο πλεονέκτηµα στη Ν.∆. να κυβερνά χωρίς αντίπαλο. Επιπλέον, απαιτούσε µια ευνοϊκή για τη χώρα µας διεθνή τάξη πραγµάτων. Η διαχείριση της πανδηµίας και των συνεπειών της -µε απρόσµενο µοχλό το Ταµείο Ανάκαµψης-, αλλά και κρίσιµων θεµάτων, όπως το Μεταναστευτικό και η κρίση µε την Τουρκία, προσέδιδαν πόντους αξιοπιστίας στην κυβέρνηση. Κάπως έτσι φτάσαµε στις αναµετρήσεις του 2023, µε την αυτοδυναµία Νο 2 της Ν.∆. και την κατά κράτος ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Οµως ήδη από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του ίδιου χρόνου τα σηµάδια κόπωσης και απορρύθµισης άρχισαν να γίνονται φανερά. Αντίρροπες τάσεις άρχισαν να θέτουν σε αµφισβήτηση τη βιωσιµότητα του αµφίπλευρου ανοίγµατος. Τα πρώτα σύννεφα στην πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα, χωρίς πάντως την απειλή ενός αντίπαλου πολιτικού δέους. Θα καταγράψουµε εδώ τα επιφαινόµενα µιας διπλής απογοήτευσης. Από τη µια, πολλοί υποστηρικτές της κυβέρνησης από τον χώρο του Κέντρου άρχισαν να
ασκούν κριτική για υπαναχώρηση στο µέτωπο των µεταρρυθµίσεων, για ατολµία στη λήψη µέτρων στην Παιδεία, την Υγεία, την καθηµερινότητα των πολιτών, για µια ρητορική περί «επιτελικού κράτους» χωρίς ουσιαστικό περιεχόµενο.
Από την άλλη, οι παραδοσιακοί της Ν.∆. άρχισαν να µέµφονται τον πρωθυπουργό για τις επιλογές του να δίνει τα κρίσιµα κυβερνητικά πόστα σε προερχόµενους από το ΠΑΣΟΚ και όχι σε πιστά στην παράταξη στελέχη. Υπήρξε όµως και µια άλλη, πιο σοβαρή αφαίµαξη. Πολλοί ψηφοφόροι, που στήριζαν τη Ν.∆. από το 2019, σταδιακά άρχισαν να µετατοπίζονται δεξιότερα σε µικρότερα κόµµατα. Από το αµφίπλευρο άνοιγµα περάσαµε στις αµφίπλευρες απώλειες. Φάνηκε στο αποτέλεσµα των ευρωεκλογών, καταγράφεται στις πρόσφατες δηµοσκοπήσεις.
Από πολλές απόψεις, η µέχρι πριν από λίγο καιρό επιτυχηµένη πολιτική διεύρυνσης δέχτηκε διπλό πλήγµα µε δύο βασικούς καταλύτες. Η κρίση που γιγαντώθηκε, δύο χρόνια µετά το τραγικό δυστύχηµα των Τεµπών, ήρθε να κάνει το εγχείρηµα των συνθέσεων ακόµα πιο δύσκολο, καθώς η κρίση εµπιστοσύνης τόσο από τη µια όσο και την άλλη πλευρά ενισχύθηκε. Παράλληλα, οι τεκτονικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο, µε τις πρωτοβουλίες Τραµπ στο Ουκρανικό, στη Μέση Ανατολή, στην υπονόµευση της ενότητας της Ε.Ε., φέρνουν τα πάνω κάτω στις βεβαιότητες της χώρας µας για τα διεθνή στηρίγµατα, τις συµµαχίες. Κυρίως όµως ο «τραµπισµός» έχει αντανάκλαση και στο εσωτερικό της χώρας, µε το ποσοστό αυτών που δηλώνουν συµπάθεια στους ακροβατισµούς του Αµερικανού προέδρου να αγγίζει το 40%!
Είµαστε συνεπώς κοντά στο τέλος ενός εγχειρήµατος που ξεκίνησε πριν από 6 και κάτι χρόνια, αλλά περνά πλέον από συµπληγάδες µε απροσδιόριστες συνέπειες; Αυτό είναι ένα βασικό ερώτηµα για τη βιωσιµότητα και τις προοπτικές της κυβέρνησης το προσεχές διάστηµα. Και βέβαια, το ότι κανένα άλλο κόµµα στην αντιπολίτευση δεν έχει καν τις προϋποθέσεις ή την ικανότητα να επαναλάβει ένα ανάλογο πείραµα κάνει τα πράγµατα δυσκολότερα -για τη χώρα..
Κυριακάτικη Απογευματινή