Παρακολουθώντας κάποιος την εγχώρια συζήτηση για την αμερικανική πολιτική και τον Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί παρά να ανησυχήσει. Αντιλαμβάνεται ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα δεν κατανοεί αυτό που συμβαίνει, αποφεύγει να προσπαθήσει έστω να καταλάβει και περιορίζεται σε αναλύσεις καφενειακού επιπέδου, οι οποίες καταλήγουν στο ότι όλα αυτά που εξελίσσονται οφείλονται σε κάποια ιδιοτροπία του Αμερικανού προέδρου και στο ιδιαίτερο του χαρακτήρα του.
Η Αμερική, δηλαδή, αλλάζει πολιτική, διότι έτσι ήρθε του Τραμπ, επειδή έχει συγκεκριμένα γούστα και φέρνει τα πάνω κάτω στον πλανήτη, γιατί δεν του άρεσε όπως ήταν. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν δημοσιονομικοί λόγοι, δεν συντρέχουν συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, δεν υφίστανται γεωπολιτικές προτεραιότητες που επιβάλλουν συγκεκριμένες αποφάσεις, δεν μεταβάλλονται πλανητικές παράμετροι οι οποίες αλλάζουν τους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού, δεν αναδύεται μια νέα τεχνολογική πραγματικότητα που αναιρεί σταθερές και δεδομένα δεκαετιών, δεν βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες μια παγκόσμια αναδιάταξη συσχετισμών, η οποία ωριμάζει και υποχρεώνει σε αναθεώρηση επιλογών ακόμα και υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας προσεγγίζει το θέμα οπαδικά, έχει άρνηση πραγματικότητας, ελπίζει ότι αυτό που συμβαίνει είναι κάτι παροδικό και αναμένει να επιστρέψουν οι «δικοί μας» για να ξαναγυρίσουν στην υποτιθέμενη βολική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Θα ήταν ιλαρό, αν δεν ήταν επικίνδυνο. Εφόσον αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα αίτια της μεταβολής της στάσης των ΗΠΑ, είναι αδύνατον να αποκωδικοποιήσουν και τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να διαχειριστούν τη σχέση μαζί τους. Εκεί έγκειται η επικινδυνότητα για τη χώρα. Τα πράγματα που απαιτεί η «νέα» Αμερική από τους εταίρους, συμμάχους συνοδοιπόρους και αντιπάλους είναι συγκεκριμένα. Δεν τα κρύβει, τα έχει καταστήσει απολύτως σαφή, αλλά οι δικοί μας λόγω της ιδεολογικής πώρωσης που τους έχει καταλάβει τα αγνοούν, παρότι βρίσκονται μπροστά στα μάτια τους και οι Αμερικανοί τα επικοινωνούν με κάθε τρόπο. Αναλίσκονται στο αν αυτό που συμβαίνει τους αρέσει ή όχι, αν είναι σωστό, αν είναι δίκαιο, αν πρέπει. Ακριβώς επειδή το σύστημα είναι απαίδευτο, αγνοεί τις θουκυδίδειες αρχές της διεθνούς πολιτικής οι οποίες συνεχίζουν να τη διέπουν.
Αυτό είναι το δράμα. Η χώρα στην οποία αποτυπώθηκαν οι αναλλοίωτες παράμετροι των διεθνών σχέσεων, που, όπως γράφει ο Θουκυδίδης στην κατακλείδα του, τις αφήνει «κτήμα ες αεί» στην ανθρωπότητα, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια, είναι ανυποψίαστη για την ύπαρξή τους. Αγαθές μεγάλες δυνάμεις δεν υπάρχουν. Ούτε μικρές ούτε μεσαίες. Το συμφέρον είναι αυτό που καθορίζει την πολιτική. Δεν λέμε ότι πρέπει να αγνοούνται οι αρχές, οι ηθικές αξίες και οι κώδικες, αλλά να μην υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι ο καθοριστικός παράγοντας στις σχέσεις και πως από μόνες τους επιφέρουν πολιτικό ή γεωπολιτικό αποτέλεσμα. Θα το μεταφέρω όπως μου το συνόψιζε ξένος διπλωμάτης, του οποίου η χώρα έχει βρει modus operandi με τις ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί, επειδή δεν διαθέτουν πλέον τις ίδιες δυνατότητες και τους πόρους με άλλοτε και έχουν πιεστικές γεωπολιτικές και οικονομικές ανάγκες, έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα διατήρησης της πρωτοκαθεδρίας τους αντιμετωπίζοντας τεχνολογικό, εμπορικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν περάσει, ήδη πριν από τον Τραμπ, σε μια καθαρά συναλλακτική αντίληψη. Απαιτούν κέρδος από την όποια σχέση με τον οποιονδήποτε. Αν έχεις να συνεισφέρεις χρήματα, πόρους, εμπορική αξία, κοιτάσματα, διαδρόμους, εμπόριο, τεχνολογία, οτιδήποτε συνιστά υπεραξία, εξασφαλίζεις μια λειτουργική συνύπαρξη με οφέλη και για τους δύο. Αν όχι, στην καλύτερη περίπτωση καθίστασαι αδιάφορος, στη χειρότερη αναλώσιμος. Έχει η Ελλάδα να συνεισφέρει σε μια τέτοιου είδους σχέση και να εξασφαλίσει μια επωφελή συμπόρευση με τις ΗΠΑ; Πολύ περισσότερα από άλλες μεγαλύτερες χώρες.
Η realpolitik στην απόλυτη θουκυδίδεια μορφή της. Ευχάριστο; Όχι. Πραγματικότητα; Ναι. Εξάλλου, πότε οι διεθνείς σχέσεις ήταν ευχάριστες; Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η Ελλάδα ανήκει, μπορεί κάποιος να θυμηθεί πότε οι εταίροι φέρθηκαν στη χώρα μας διαφορετικά και πότε δεν λειτούργησαν με βάση το συμφέρον τους. Να υπενθυμίσουμε τι έγινε με τα μνημόνια και την κατακρεούργηση της Ελλάδας; Να σημειώσουμε τι έγινε μόλις προχθές στην παρασύνοδο που συγκάλεσε η Βρετανία με χώρες της ΕΕ και την Τουρκία; Να υπογραμμίσουμε τις αναφορές της θεσμικής ηγεσίας της ΕΕ για το πόσο πολύτιμη σύμμαχος και εταίρος είναι η Τουρκία; Η Ελλάδα πρέπει να ενηλικιωθεί, να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να σταματήσει να περιφέρεται κλαψουρίζοντας ως γεωπολιτικός επαίτης. Οι δυνητικές συνιστώσες ισχύος της χώρας δεν δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Παρά μόνο η υστέρηση του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που κρατά τον πήχυ χαμηλά, για να μη φανεί η σύγκρισή του με τις πραγματικές ελληνικές δυνατότητες.
Εφημερίδα Απογευματινή