Είναι σαφές πως, μετά τα συλλαλητήρια της περασμένης Παρασκευής και με φόντο τα όσα διαδραματίζονται στη Βουλή όλες αυτές τις μέρες, η εγχώρια πολιτική σκηνή βρίσκεται ενώπιον μιας νέας πραγματικότητας, την οποία θα χρειαστεί ακόμη χρόνος για να ιχνηλατήσουν η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση. Ωστόσο, κάποια μηνύματα που αφορούν αμφότερες τις πλευρές έχουν καταστεί αν μη τι άλλο εμφανή από την πρώτη στιγμή.
Σε ό,τι αφορά το κυβερνητικό στρατόπεδο και προσωπικά τον πρωθυπουργό, παράλληλα με το αίτημα για τη δρομολόγηση των διαδικασιών εκείνων που θα επιτρέψουν στη Δικαιοσύνη να αποκαλύψει κάθε πτυχή της τραγικής ιστορίας των Τεμπών, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο, εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα, είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και της κοινωνικής ομαλότητας, στην οποία ομνύει το Μέγαρο Μαξίμου.
Ο λόγος για την άσκηση ουσιαστικής διακυβέρνησης, που από το θριαμβευτικό για τη ΝΔ εκλογικό αποτέλεσμα του 2023 και μετά φαίνεται ξεκάθαρα ότι αποτελεί ζητούμενο για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, ακόμη και εκείνων που δηλώνουν ότι σε κάθε περίπτωση θα στήριζαν εκ νέου την κυβερνώσα παράταξη και προσωπικά τον πρωθυπουργό. Σε αυτή τη συγκυρία η παράμετρος που εξακολουθεί να δίνει ανάσα ζωής για την κυβέρνηση δεν είναι άλλη από την ανυπαρξία σοβαρού αντιπάλου και εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης.
Όμως ο ιός της αλαζονείας που προέκυψε από αυτή τη συνθήκη δεν άφησε ορισμένους (και δυστυχώς τους καθ’ ύλην αρμόδιους) να δουν ότι αργά ή γρήγορα η κοινωνία θα έβρισκε αφορμή για να σταθεί η ίδια απέναντι στους κυβερνώντες και κάποια στιγμή να αναδείξει τον ηγέτη της. Μόνο που όταν αυτό δεν συμβαίνει μέσα από τις καθιερωμένες και θεσμικές διαδικασίες της Δημοκρατίας αλλά από την πλατεία, τότε τα μηνύματα και οι αγνές εκφράσεις του πλήθους θα μπορούσαν -όπως έδειξε η πρόσφατη ιστορία- να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις δυνάμεις του λαϊκισμού και της παραφροσύνης, που εσχάτως έχουν βρει πεδίον δόξης λαμπρόν.
Για αυτό τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι αδήριτη ανάγκη η παρούσα κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά να δικαιολογήσουν την ταύτισή τους με την πολιτική σταθερότητα και το παρελθόν τους ως εγγυήτριας δύναμης της ολικής επαναφοράς της χώρας στην ομαλότητα μετά τη λαίλαπα των μνημονίων. Για να καταστεί αυτό εφικτό, απαιτείται μία και μόνη προϋπόθεση: η προσήλωση στο κυβερνητικό έργο και η εξεύρεση λύσεων εδώ και τώρα για την οικονομία, την ακρίβεια, την Υγεία και όλα τα μεγάλα κοινωνικά μέτωπα, χωρίς τα περιβόητα επικοινωνιακά ήξεις αφήξεις της κυβέρνησης, όπως αυτά καταγράφηκαν στην περίπτωση των Τεμπών και έφεραν στην πρώτη γραμμή κάθε θεωρία αχαλίνωτης συνωμοσιολογίας αλλά και σκληρής αλήθειας, που έφερε αντιμέτωπη την κυβέρνηση είτε με τα ερωτήματα είτε με την οργή των Ελλήνων.
Διαφορετικά, τα φαντάσματα των πέτρινων χρόνων της προηγούμενης δεκαετίας θα επιστρέψουν με μαθηματική ακρίβεια, έστω κι αν φορούν άλλα προσωπεία. Αν -όπως λένε λοιπόν πολλοί κορυφαίοι υπουργοί- το δίλημμα σε αυτή τη φάση είναι… Μητσοτάκης ή χάος, ΤΩΡΑ έχουν την υποχρέωση να μην αφήσουν τη χώρα να πάρει τη δεύτερη κατεύθυνση σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι.
Όσο για την αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ, τώρα είναι η ώρα να πάψει να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη θεσμικότητα και τις τρέλες των δήθεν αντισυστημικών φωνών του Κοινοβουλίου, μπας και κερδίσει μερίδιο από την πίτα των λαϊκιστικών ρευμάτων που έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Ο Ανδρουλάκης θα πρέπει να καταδείξει ότι οι πολίτες που ναι μεν έχουν απογοητευθεί από την κυβέρνηση, αλλά από την άλλη κάθε άλλο παρά επιθυμούν την επιστροφή της χώρας στη μέγγενη της αστάθειας, θα μπορούν κάποια στιγμή να τον εμπιστευθούν ως επιλογή αλλαγής και ταυτόχρονα διασφάλισης της κανονικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι για την ώρα αυτό φαίνεται δύσκολο, αφού ο Κρητικός ενίοτε πάει να θυμίσει κάτι από Βελόπουλο ή Κωνσταντοπούλου, παίζοντας σε ένα γήπεδο άγνωστο για τον ίδιο και απεχθές για τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τού άλλοτε κραταιού Κινήματος. Η στάση και η ρητορική του τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα είναι πιο κομβικής σημασίας ίσως από ό,τι θα περίμενε και ο ίδιος σχετικά με τη θέση που θα έχει στις συνειδήσεις των Ελλήνων, όχι μόνο σήμερα αλλά και πιθανώς το επόμενο μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμη και μέχρι τις επόμενες εθνικές κάλπες, όποτε και αν αυτές στηθούν. Και μαζί με τη δική του, για πρώτη φορά και μάλλον τελευταία, θα έχει ένα παράθυρο χειρισμών για να καθορίσει γενικότερα και την εικόνα του πολιτικού συστήματος. Αν δηλαδή ο Μητσοτάκης θα έχει κάποια στιγμή έναν αντίπαλο που θα διεκδικήσει από τον ίδιο ένα μέρος ή την πλειοψηφία της δεξαμενής των ψηφοφόρων που αναζητούν απλώς καλύτερες συνθήκες στην καθημερινότητα και τον επαγγελματικό βίο τους.
Εφημερίδα Απογευματινή