Το 1987 είχε επισκεφτεί τη χώρα μας ο τότε Γερμανός πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ρίχαρντ φον Βάιτσεκερ. Κατά την επίσκεψή του εκείνη είχε ζητήσει να πάει ινκόγνιτο στο γερμανικό νεκροταφείο στον Διόνυσο, όπου είχαν ταφεί πεσόντες Γερμανοί στρατιώτες την περίοδο της Κατοχής. Ο Βάιτσεκερ θαύμασε την καλή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το γερμανικό κοιμητήριο, καθώς ούτε βανδαλισμούς διαπίστωσε ούτε γκράφιτι που υπήρχαν σε άλλα -γερμανικά κοιμητήρια- σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Την παρατήρηση αυτή έκανε στον τότε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου, τον μακαρίτη Χρήστο Μαχαιρίτσα, ο οποίος τον συνόδευε. Και ο Μαχαιρίτσας θύμισε στον Γερμανό πρόεδρο, που ήταν και άριστος γνώστης της ελληνικής Ιστορίας, ότι από τους αρχαίους χρόνους οι Έλληνες τιμούσαν και τους δικούς τους νεκρούς αλλά και των αντιπάλων τους.
Είναι πράγματι αυτονόητο στη ελληνική παράδοση, από αρχαιοτάτων χρόνων, να τιμάμε τους νεκρούς. Το πώς τούς τιμάει κανείς ασφαλώς και δεν περιλαμβάνει και την εκμετάλλευσή τους. Και μάλιστα για πολιτικούς λόγους ή και για πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση των νεκρών του δυστυχήματος των Τεμπών. Πολιτικοί αρχηγοί, που γνωρίζουν ότι είναι καταδικασμένοι στη συνείδηση της κοινής γνώμης και επομένως ουδέποτε, σύμφωνα με τις ενδείξεις, θα αναλάβουν εξουσία, πιστεύουν πως είναι δυνατόν να υπονομεύσουν, με όχημα τα νεκρά παιδιά του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, την κυβέρνηση – θεωρώντας ότι με την πτώση της θα έχουν τουλάχιστον κέρδος την αποσταθεροποίηση της χώρας, αφού δεν μπορούν να έχουν τη διακυβέρνησή της!!!
Δεν τιμούν τη μνήμη των νεκρών, εκμεταλλευόμενοι και τον πόνο των συγγενών των θυμάτων, χρησιμοποιώντας τους ως αιχμή του δόρατος της υπονομευτικής αντιπολιτευτικής τακτικής τους. Και στην παγίδα αυτή δυστυχώς πέφτουν και κάποιοι συγγενείς των θυμάτων, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ακούσια -και ασφαλώς χωρίς να ήθελαν κάτι τέτοιο-, ταυτίζονται με αυτούς που τους παρασύρουν στην εκμετάλλευση των θυμάτων και της μνήμης τους, που αξίζει άλλου είδος σεβασμό. Τον σεβασμό που επιβεβαιώνεται από τις άοκνες προσπάθειες -και ιδιωτικές- για την αναζήτηση της αλήθειας και όχι από την ικανοποίηση καθαρά πολιτικών στόχων.
Τον σεβασμό στη μνήμη των νεκρών τον ακυρώνουν και οι απίθανοι χαρακτηρισμοί που εκτοξεύονται συνειδητά, σπιλώνοντας υπολήψεις και «δολοφονώντας» προσωπικότητες. Πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι παρασύρονται, ενδεχομένως και από τη δικαιολογημένη οργή τους για ένα κράτος που από της συστάσεώς του -πλην μικρών περιόδων- δεν υπήρξε αντάξιο των δικαιολογημένων απαιτήσεων των πολιτών του. Γι’ αυτό βεβαίως είναι υπεύθυνοι και όσοι στο παρελθόν ακολούθησαν τις ίδιες μεθόδους με αυτούς που δήθεν σήμερα κόπτονται για την αλήθεια, για τη δικαιοσύνη και διάφορα άλλα πομπώδη, ενώ στην ουσία υπονομεύουν τις έννοιες που κατά τα άλλα υποτίθεται ότι προασπίζονται…
Εφημερίδα Απογευματινή