Έγκαιρα από τις στήλες της «Απογευματινής» στείλαμε το μήνυμα ότι η παρούσα εβδομάδα στη Νέα Υόρκη για την ελληνική διπλωματία και στρατηγική θα ήταν δύσκολη και πολύ σημαντική. Και όχι μόνον σε σχέση με την προγραμματισμένη για την Παρασκευή τελικά συνάντηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, κ. Γεραπετρίτη, με τον Αμερικανό ομόλογό του, κ. Ρούμπιο, ή για τις ανεπίσημες ενημερωτικές και διερευνητικές συναντήσεις που θα εξελίσσονται μέχρι την Παρασκευή.
Η πιο δύσκολη ώρα ήταν αυτή της Δευτέρας στον ΟΗΕ (γενική συνέλευση και Συμβούλιο Ασφαλείας για την Ουκρανία) και η χθεσινή για τη Μέση Ανατολή. Το κομβικό αυτό ζήτημα ήταν το πρώτο επίσημο δείγμα γραφής για την Ουάσινγκτον από τις τοποθετήσεις που θα είχαν η Ελλάδα και μέχρι έναν βαθμό η Κύπρος. Τι έγινε στις πρώτες συνεδριάσεις που εξελίχθηκαν για το Ουκρανικό;
Υπήρξαν δυο ψηφίσματα για την επόμενη ημέρα. Το ένα αμερικανικό, που απέφευγε τις φορτισμένες εκφράσεις για την εισβολή της Ρωσίας και την πρόκληση πολέμου σε βάρος άλλης χώρας, και το ευρωπαϊκό, που, ενώ επικαλείτο την ανάγκη να τερματιστούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, έμενε στη γνωστή διατύπωση περί «εισβολέα» (της Ρωσίας δηλαδή), ζητώντας επιστροφή των εδαφών που έχουν καταληφθεί στο Κίεβο. Πρόταση φυσικά ανέφικτη, που ανατρέπει τα δεδομένα των εξελισσόμενων συνομιλιών της προεδρίας Τραμπ με το Κρεμλίνο για τις παραμέτρους μιας νέας ειρηνικής συνύπαρξης επί των εδαφών της Ουκρανίας.
Η Ελλάδα ακολούθησε την τακτική της πλήρους ευθυγράμμισης με το ευρωπαϊκό ψήφισμα για την Ουκρανία στη γενική συνέλευση και την αποχή από τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως η Γαλλία και η Βρετανία, αντί να υπερψηφίσει την αμερικανική πρόταση. Δεν ελήφθη καν υπόψη στην ελληνική στάση το γεγονός ότι στη συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης την αμερικανική πρόταση υπερψήφισε μεταξύ άλλων και το Ισραήλ.
Ταυτόχρονα οι τοποθετήσεις και οι χειρισμοί του πρωθυπουργού από την Αθήνα, με τις συνομιλίες με Ζελένσκι, επίσης παραπέμπουν σε αντίθετη οπτική από την αμερικανική του προέδρου Τραμπ, που πιέζει και τελικά επιτυγχάνει να υπάρξει συναίνεση από τον Ζελένσκι για ειρηνευτικές διευθετήσεις με τον Πούτιν για το τέλος του πολέμου, αλλά και τις οικονομικές συμφωνίες που επιδιώκει η Ουάσινγκτον για την εκμετάλλευση των ορυκτών και άλλων πρώτων υλών της Ουκρανίας.
Και στην περίπτωση αυτή και, ενώ η επικεφαλής της Κομισιόν, Φον ντερ Λάιεν, προχωρά σε συμφωνίες με τον Ζελένσκι για την οικονομική συνεργασία Ευρώπης – Ουκρανίας και ειδικά για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου την επόμενη ημέρα, υποσχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι το 2030, η Αθήνα δείχνει εγκλωβισμένη στην προηγούμενη φάση της Ιστορίας.
Αυτή που τελείωσε με την επικράτηση του Ντ. Τραμπ στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου.
Ο κ. Μητσοτάκης, ενώ έδειξε αντανακλαστικά και προσαρμοστικότητα ως ηγέτης της ελληνικής Κεντροδεξιάς και πρωθυπουργός σε σχέση με τη woke ατζέντα ή την επιστροφή των ταυτοτικών χαρακτηριστικών των λαών και των εθνών στο προσκήνιο της Ιστορίας και την προμετωπίδα της Δύσης, στη διεθνοπολιτική προσέγγιση επιμένει σε μια κανονικότητα που δεν υπάρχει πλέον.
Ακόμη και ο ενθουσιασμός για την επικράτηση της Χριστιανικής Ένωσης στις εκλογές της Γερμανίας ή η προσδοκία για την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Φρ. Μερτς δεν δικαιολογούν στροφή της ελληνικής στρατηγικής στην αποδοχή γερμανικής ηγεμονίας.
Τα συμφέροντα της Ελλάδας είναι βασισμένα σε δυο κόσμους. Η ευρωπαϊκή εξάρτηση φυσικά είναι σημαντική, αλλά οι στρατηγικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τις ηγεσίες των Αράβων και οι διαδρομές προς την Ινδία θα καθορίσουν αν η Ελλάδα θα είναι στους νικητές ή τους ηττημένους της νέας παγκόσμιας αναδιάταξης. Οι πολιτικές ζώνης δεν θα γίνουν ανεκτές χωρίς κόστος, ενώ η οικονομία σχετίζεται πλέον με τη γεωπολιτική και τον ρεαλισμό.
Εφημερίδα Απογευματινή