Στην πολιτική δεν χωρούν συναισθηματισμοί. Ιδίως δε στην εξωτερική πολιτική που ακολουθούν οι μεγάλες δυνάμεις. Το γράφουμε αυτό διότι διατυπώνεται ένας προβληματισμός στην Αθήνα, δεδομένου ότι σύμμαχες χώρες της Ελλάδας διαθέτουν, έναντι τιμήματος βεβαίως, στρατιωτικό εξοπλισμό στη γείτονα Τουρκία.
Κατ’ αρχάς μπορεί να είναι δικαιολογημένος ο προβληματισμός, δεδομένου ότι δεν συνορεύουμε με το… Λουξεμβούργο αλλά με μία χώρα που έχει πάγια τακτική στην εξωτερική πολιτική τον αναθεωρητισμό. Και τη Μεγάλη Ιδέα της να ξαναγίνει Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μία τακτική που κατά καιρούς προκαλεί εντάσεις και προβληματισμό για το ενδεχόμενο ακόμη και ενός θερμού επεισοδίου, με ό,τι αυτό και αν συνεπάγεται για μία απευκταία συνέχεια.
Από την άλλη πλευρά, επανερχόμενοι στην εν προλόγω διαπίστωση ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πάγια τακτική των ισχυρών κρατών και ιδιαιτέρως εκείνων που διαθέτουν μία ανάλογη σε ισχύ αμυντική βιομηχανία είναι να προσπαθούν να πωλούν τα προϊόντα αυτής της βιομηχανίας τους στο εξωτερικό.
Και δεν υπήρξε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν κορυφώθηκε η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εξαιτίας και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ξένος ηγέτης μεγάλης χώρας που να επισκέφθηκε την Ελλάδα και στην ατζέντα του να μην είχε εγγράψει ως θέμα την πώληση στρατιωτικού υλικού στη χώρα μας. Πολύ περισσότερο καθώς εγνώριζαν τις εξοπλιστικές ανάγκες μας αλλά και τα προβλήματα που είχαμε -και έχουμε- με την Τουρκία, γεγονός που προϋπέθετε δύο τινά: πρώτον, να διαθέτουμε εξοπλιστική επάρκεια και, δεύτερον, να μην είναι μεγάλη η υπεροπλία της Τουρκίας.
Οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται ασφαλώς τη γνωστή στο παρελθόν περίφημη αναλογία 7 προς 10 της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Υπό την έννοια ότι παρεχόταν στη χώρα μας το 70% της βοήθειας που η Αμερική παρείχε προς την Τουρκία. Μία αναλογία την οποία πάντοτε η Ελλάδα και επί σειράν ετών επιχειρούσε να τη διατηρήσει με νύχια και με δόντια.
Ήταν οι εποχές που η Ουάσινγκτον ελάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν τη γεωγραφική καιριότητα της Τουρκίας στην περιοχή αλλά και τη θέση της ως συμμάχου της, μέχρις ότου οι Τούρκοι απέδειξαν και στους Αμερικανούς ότι δεν μπορεί να θεωρούνται αξιόπιστοι σύμμαχοι. Για αυτό άλλωστε τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν -συντελούντων και των αυξημένων προβλημάτων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αλλά και της ρωσικής πολιτικής- ποσοτικά και ποιοτικά οι αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα.
Κατά τα άλλα, δεν πρέπει να ξενίζει η τακτική των πλασιέ που χρησιμοποιούν οι ξένες χώρες όσον αφορά τα στρατιωτικά προϊόντα που παράγουν. Το ίδιο στη θέση τους ενδεχομένως να κάναμε και εμείς. Θέλουν τις συμμαχίες τους να διατηρούνται, αλλά παράλληλα θέλουν και να αυξάνουν τις πωλήσεις τους, όχι μόνο για να συντηρούνται οι βιομηχανίες τους αυτές αλλά και για να ρέει χρήμα στη χώρα από τις συγκεκριμένες εξαγωγές τους.
Από την άλλη πλευρά, στην αξιολόγηση των συμμάχων τους λαμβάνουν υπ’ όψιν και ποιοι είναι οι σταθεροί και άρα οι δεδομένοι. Υπό την έννοια αυτή, είναι μάλλον δυσχερής η δυνατότητα πίεσης από την πλευρά μας ώστε να τους αποτρέψουμε να πωλούν στρατιωτικό υλικό προς μία χώρα που κατά τα άλλα μάς απειλεί.
Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να μετέχουμε σε έναν εξοπλιστικό ανταγωνισμό – και από μειονεκτική θέση, διότι η Τουρκία έχει περισσότερο ανεπτυγμένη αμυντική βιομηχανία, με συνεργασίες μάλιστα με τις χώρες που παράγουν τον αμυντικό εξοπλισμό που προμηθεύονται. Και ο ανταγωνισμός αυτός στερεί τη χώρα μας από πόρους που διαφορετικά θα κατευθύνονταν σε πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Κάτι που δεν ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τους πωλητές που είναι φυσικό να κοιτούν το δικό τους οικονομικό συμφέρον. Και όχι μόνο.
Για παράδειγμα, στις προηγούμενες δεκαετίες, όταν ίσχυε η προαναφερθείσα αναλογία της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία και τα πνεύματα μεταξύ των δύο χωρών ήταν οξυμένα, είχε αποκαλυφθεί ότι οι Αμερικανοί που μπορούσαν να παρέμβουν με συστάσεις προς την Τουρκία το απέφευγαν.
Και άφηναν έτσι να γίνονται παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από τουρκικά μαχητικά, τα οποία τα αναχαίτιζαν τα ελληνικά, διότι έτσι αμφότερες οι αεροπορίες δύο χωρών της Ατλαντικής Συμμαχίας εξασκούνταν καλύτερα σε αερομαχίες και αυτό ήταν προς όφελος της πτητικής αποτελεσματικότητας του ΝΑΤΟ!!!
Αυτά έχει η πολιτική…
Εφημερίδα Απογευματινή