Yπάρχει μια έκδηλη αμηχανία στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που προκύπτει από την ανησυχία των στελεχών του για το δημοσκοπικό τέλμα που εμφανίζει. Διότι και τα όποια ποσοστά φάνηκε να κερδίζει, τελικώς, τα έχασε, σύμφωνα προφανώς με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης απέναντι στο κόμμα αυτό.
Η πολιτική έκφραση του ελληνικού σοσιαλισμού, που επί σειράν ετών εκπροσώπησε μια απατηλή ιδεολογία και ευμάρεια, όπως αποδείχτηκε τουλάχιστον με την κρίση, για πολλούς έχει κάνει τον κύκλο της. Υπήρξε το κόμμα με τη μεγαλύτερη χρονική παραμονή στην εξουσία -και όχι μόνο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης- και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι συναλλάχτηκε με τον λαό. Το ταγκό άλλωστε χορεύεται με δύο.
Ήταν μία συναλλαγή ετεροβαρής, όπως αποδείχτηκε με την πάροδο των ετών. Πλήθος κόσμου έδινε την ψήφο του στο κόμμα που του υποσχόταν λαγούς με πετραχήλια. Πλήθη διορίζονταν στο Δημόσιο, που διογκωνόταν, και έτσι είχαμε μια τεχνητή έλλειψη ανεργίας. Συντεχνίες ολόκληρες του Δημοσίου έπαιρναν αυξήσεις που τις εξασφάλιζαν δάνεια, που πληρώνουμε ακόμη. Με λαϊκίστικα συνθήματα ένα πλήθος κόσμου ένιωθε εθνικά υπερήφανο. Και η πίστωση στο ΠΑΣΟΚ έπαιρνε αναπροσαρμογή χρόνου…
Κάτι ανάλογο επιχείρησε -αλλά είχε μικρή διάρκεια διότι ο κόσμος είχε πλέον την προηγούμενη εμπειρία-, και ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα.
Το τελικό αποτέλεσμα κάθε «γλυκιάς πολιτικής» -που ακριβώς επειδή είναι γλυκιά, είναι συνήθως και πολυετής-, ήταν ότι ο κόσμος αργά κατάλαβε πως η πολιτική αυτή απαιτούσε δαπάνες, που καλύπτονταν κυρίως από την τσέπη του με τη συνεχή φορολογική αφαίμαξη αλλά και με δανεισμό, εξαιτίας του οποίου όλος αυτός ο κόσμος που χαιρόταν τα αγαθά του σοσιαλισμού υποχρεώθηκε να πληρώνει ακόμη πιο δυσβάσταχτους φόρους.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν το κόμμα που είχε κάνει πράξη την αρχή τού «do ut des», την αρχή τού δούναι και λαβείν με την κοινωνία.
Κόμματα και αρχηγοί που ακολουθούν την τακτική αυτή της συναλλαγής με την κοινωνία έχουν περιγραφεί στο θαυμάσιο πόνημα του Τζόναθαν Σουίφτ « Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας».
O ίδιος ο Σουίφτ, προφητικός, μας ερμηνεύει τη διαχρονικότητα της πολιτικής ισχύος κομμάτων που ακολουθούν αυτή την τακτική -διαχρονικότητα που δεν μπόρεσε να την εξασφαλίσει ο ΣΥΡΙΖΑ-, αναφερόμενος ειδικώς στην αντοχή των ψευδολογιών, καθώς, όπως σημειώνει, τα πολιτικά ψεύδη είναι όπως τα έ ν τ ο μ α.
Πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται με διαφορετική μορφή. Το έχουμε δει σε κόμματα που επιχείρησαν να αλλάξουν τίτλο, χωρίς όμως επιτυχία. Το επιδίωξε και η Αριστερά (δεν εννοούμε το ΚΚΕ), μόνο που οι αλλαγές των ονομάτων στα κόμματα δεν είναι βέβαιο ότι εξασφαλίζουν και τη λήθη στις ζημιές που έχουν επιφέρει σε μια χώρα και τους πολίτες της.
Εφημερίδα Απογευματινή