Υπήρξε ένα μακρύ διάστημα που οι διεθνείς και οι περιφερειακές συνθήκες έκαναν αναγκαίο ένα κλίμα κατευνασμού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου να αποφευχθούν συνθήκες κλιμάκωσης των μεταξύ τους εντάσεων. Στο διάστημα αυτό, που ξεκινούσε από την άνοιξη του 2023 και έφθανε στον Νοέμβριο του 2024, υπήρχε μια σειρά παραμέτρων που βρίσκονταν σε μετάβαση. Αρχικά οι εκλογές σε εθνικό επίπεδο στις δύο χώρες. Αργότερα, το καλοκαίρι του 2024, οι ευρωπαϊκές εκλογές και η νέα διάρθρωση της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τελικά οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές στα τέλη του 2024.
Το λάθος της ελληνικής πολιτικής στην προκειμένη περίπτωση ήταν ότι, πέρα από το κλίμα κατευνασμού που ήταν εύλογη επιλογή, ακολούθησε στρατηγική κατευνασμού απέναντι σε μια Τουρκία που υπό τον Ερντογάν και τον Χ. Φιντάν στο υπουργείο Εξωτερικών κάθε άλλο παρά έδειχνε σημεία σύγκλισης με την Ελλάδα στη διαφορά του πυρήνα που είναι ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και δικαιοδοσίας της Ελλάδας. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, ότι της Διακήρυξης των Αθηνών, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αφετηρία αυτής της περιόδου, δεν είχε προηγηθεί καμιά διάθεση ακύρωσης του casus belli από την Άγκυρα για βελτίωση του κλίματος διαπραγματεύσεων.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο καλλιεργήθηκε στην Αθήνα ένα κλίμα υπεραισιοδοξίας για την εξέλιξη του διαλόγου με την Τουρκία. Υπήρξε περιττή αισιοδοξία σε επίπεδο δηλώσεων και από την πλευρά του υπουργείου Εξωτερικών, πολιτικών, συμβούλων, στελεχών think tanks, σχολιασμού και αρθρογραφίας στο Τύπο, σειράς ανταποκρίσεων από την Τουρκία και ειδικά από την Κωνσταντινούπολη. Επιτελικά και κυβερνητικά στελέχη, φυσικά η ιεραρχία των διπλωματών δεν προστάτευσαν τον πρωθυπουργό από το να αναλάβει κεντρικό ρόλο σε μια διαπραγμάτευση-συζήτηση με τον Ερντογάν και την τουρκική ηγεσία, που ήταν σαφές από την αρχή ότι θα έχει περιορισμένο εύρος.
Υπήρξε λάθος στη μεθοδολογία των συζητήσεων και της συχνότητας των Ανώτατων Συμβουλίων Συνεργασίας σε διμερές επίπεδο με τις συναντήσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν στο επίκεντρο. Κάθε συγκροτημένη και έμπειρη διπλωματική υπηρεσία θα εισηγείτο μια πιο επιφυλακτική στάση προκειμένου να μη σταλούν μεταξύ των άλλων λάθος μηνύματα σε συμμάχους και διεθνείς ανταγωνιστές. Σε πρακτικό επίπεδο ήταν σωστή η εκτίμηση ότι υπήρχαν περιθώρια αναβάθμισης της διμερούς συνεργασίας στη επονομαζόμενη «θετική ατζέντα», που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του «ιντερμέτζο» κατευνασμού για τη συγκεκριμένη περίοδο διεθνούς ασάφειας. Υπήρχαν περιθώρια συμφωνιών στο πεδίο του εμπορίου, των μεταφορών, του πολιτισμού και άλλα επιμέρους. Αυτά όμως τα χειρίζονται οι αρμόδιοι υπουργοί από τις δύο πλευρές. Όχι οι ηγεσίες των χωρών. Και όταν αυτά αποκτήσουν όγκο, δικαιολογούν μια συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν για την υπογραφή τους και μια σειρά δηλώσεων-ευχολογίων για μια καλύτερη επόμενη μέρα. Όχι όμως το αντίστροφο, όπως συνέβη στην προκειμένη στρατηγική. Η κλασική διπλωματική μεθοδολογία κάτι τέτοιο δεν θα το επέτρεπε.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, με την υπεραισιοδοξία που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα, η χώρα και η διεθνής πολιτική της βρίσκεται στην παρούσα φάση εκτεθειμένη, γιατί όλο αυτό το διάστημα ουσιαστικά έδωσε «λευκό διαβατήριο» στην Τουρκία και στη συνεχιζόμενη και συνεπή επιθετική πολιτική της στη Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Ανατολή, με την Αθήνα κατά παράλογο τρόπο να επιθυμεί να την εντάξει, χωρίς προδιαγραφές προς όφελός της αλλά το αντίθετο, στην «κοινότητα» της Ανατολικής Μεσογείου και ενεργειακά και γεωπολιτικά. Ακόμη και όταν κλιμακώθηκαν η ένταση και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ή στα λόμπι στην Αμερική, η Ελλάδα παρέμεινε εγκλωβισμένη σε λάθος στρατηγική σε σχέση με την Τουρκία. Σήμερα μάλιστα έχει να πείσει Ευρωπαίους συμμάχους ή συνομιλητές όπως η γαλλική, η ιταλική ή η γερμανική ηγεσία ότι έχουν άδικο οι Άγγλοι που υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τον περαιτέρω εξοπλισμό της στενής συμμάχου τους Τουρκίας, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας.
Εφημερίδα Απογευματινή