Το ΠΑΣΟΚ χθες, επιθυμώντας να επιδειχθεί ως ηγετική δύναμη της αντιπολίτευσης, κατέθεσε πρόταση για Προκαταρκτική Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που θα κληθεί να εξετάσει τυχόν ευθύνες πολιτικών, και ειδικά του υφυπουργού Τριαντόπουλου, στη διαχείριση συνεπειών που επηρέασαν ενδεχομένως την έρευνα ως προς τα αίτια και τις συνθήκες του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, πριν από δύο χρόνια. Ο στόχος της αντιπολίτευσης είναι να ανοίξει περαιτέρω τη συζήτηση για την περίπτωση συγκάλυψης στοιχείων που θα οδηγούσε τη δικαστική έρευνα και την προανάκριση να στοιχειοθετήσει ότι λαθρεμπόριο καύσιμων υλών μεγιστοποίησε τον αριθμό των θυμάτων και των τραυματιών του δυστυχήματος.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση με επίσημες δηλώσεις της και προκειμένου να αποφύγει τις εικασίες και τις κατηγορίες ότι εμπλέκεται σε συγκάλυψη λαθρεμπόρων, θα τοποθετηθεί θετικά στη συγκρότηση της Προανακριτικής αυτής Επιτροπής. Η ένσταση δεν βρίσκεται στη διαδικασία αυτή καθ’ αυτή, αλλά στο κλίμα που πλέον δεσπόζει στη χώρα. Σε μια κρίσιμη περίοδο διεθνών και ευρωπαϊκών ανατροπών και εξελίξεων και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα, έτσι, χωρίς λόγο, εισέρχεται δυναμικά σε μια απολύτως εσωστρεφή και τοξική περίοδο.
Το ζήτημα των ευθυνών για το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών επί της ουσίας αποτελεί αποστολή της τακτικής Δικαιοσύνης, ενώ προβλέπεται ότι σε λίγους μήνες θα ξεκινήσει και η σχετική δίκη μετά την αναγγελία κατηγοριών. Στο πολιτικό επίπεδο και μετά τη διασαφήνιση της ατμόσφαιρας με την τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού σχετικά, θα έπρεπε κυβέρνηση και αντιπολίτευση να παραμείνουν σε μια κατάσταση αναμονής για την περίπτωση εξέτασης της εμπλοκής πολιτικών προσώπων και μόνον. Σε μια τέτοια εκδοχή, που επί του παρόντος δεν έχει προκύψει, θα έπρεπε να προχωρήσουν στα δέοντα από πλευράς συνταγματικής και κοινοβουλευτικής τάξης προκειμένου να διευκολύνουν την τακτική Δικαιοσύνη και τίποτα άλλο.
Αντίθετα το πολιτικό σκηνικό θα βρεθεί σε σύγχυση και σε κλίμα πλήρους τοξικότητας που δεν θα επιτρέψει επί της ουσίας σοβαρές συζητήσεις για τα ζητήματα διεθνούς πολιτικής, δασμών και ανατροπής των δεδομένων του ελευθέρου εμπορίου, προσαρμογής της ελληνικής γεωπολιτικής στρατηγικής στις συνθήκες του τέλους της παγκοσμιοποίησης που επικράτησε τα τελευταία περίπου 30χρόνια, μετά τη δεύτερη εγκατάσταση Τραμπ στον Λευκό Οίκο στην Ουάσινγκτον.
Είχε ειπωθεί με επιμονή και παρρησία ότι το πλέον κομβικό για τα συμφέροντα της Ελλάδας στο σύνολο θα ήταν στην παρούσα φάση να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού η πολιτική σταθερότητα και το δημιουργικό-διαλεκτικό πνεύμα εντός και εκτός Κοινοβουλίου από την πλευρά των πολιτικών. Η σύγχυση που υπάρχει στην αντιπολίτευση, όπου η διαμάχη ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για την αξιωματική αντιπολίτευση δεν επιτρέπει προφανώς ψυχραιμία και ευθύνη έναντι των πολιτών και του έθνους. Η μικροπολιτική, τα συνθήματα, τα υπονοούμενα και η οχλοκρατία στα κοινωνικά δίκτυα, που έφθασαν να μιλούν για «πορτοκαλί επανάσταση» στην Ελλάδα, δεν αφήνουν προφανώς περιθώρια για φωνές της λογικής ή θετική αποδοχή σε σχετικές εκκλήσεις.
Κι όμως είναι παράλογο να αναπτύσσονται σενάρια αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης ή συνθηκών παραίτησης του πρωθυπουργού. Σημειώνεται εύλογα ότι, για να υπάρξει οποιαδήποτε ανατροπή ή ένα τέλος εποχής για μια διακυβέρνηση, οποιαδήποτε δημοκρατική διακυβέρνηση, θα πρέπει να υφίσταται κάποια από τις τρεις προϋποθέσεις: να χάσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, να ηττηθεί σε εθνικές εκλογές ή, σε μη ομαλές συνθήκες, να υπάρξει χρεοκοπία ή βίαιη αλλαγή συσχετισμών στην ιδιοκτησία και τη διαχείριση χρήματος. Κάπου στο τελευταίο εντάσσονται και τυχόν σενάρια για σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων με τη θεσμική διακυβέρνηση. Στην Ελλάδα τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Δεν δικαιολογούνται έκτακτες εξελίξεις και πολύ περισσότερο το ακραία αρνητικό κλίμα στο πολιτικό σκηνικό. Μέχρι το 2027 θα έχει αλλάξει ο κόσμος. Την Ελλάδα, χωρίς λόγο, την ξαναχτυπά η κατάρα της τοξικής σύγκρουσης για τα μικρά. Τι κρίμα για όλους…
Εφημερίδα Απογευματινή