Η Τουρκία μπορεί να προσέρχεται σε διάλογο με τη χώρα μας και να τονίζει τη σημασία του, αλλά αυτή είναι μια τακτική για να διασκεδάζει την αδιαλλαξία της έναντι των ξένων και κυρίως της Αμερικής και της Ευρώπης. Τα παραδείγματα πολλά όσον αφορά την τακτική αυτή, δεδομένου μάλιστα ότι είναι πολύ πρόσφατες οι δηλώσεις του κυβερνητικού συνεταίρου του Ερντογάν, του Μπαχτσελί, με τις οποίες αμφισβήτησε και την ελληνικότητα των Δωδεκανήσων. Εξέφρασε δε με την ακόλουθη φράση τους στόχους της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Ελλάδας: «Είναι ανοησία να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα θα τελειώσουν εάν τα αγνοήσουμε…Η Τουρκία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ποτέ τη Γαλάζια Πατρίδα…».
Για την εμμονική αυτή συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας που βασίζεται στην υπομονή έχουμε το παράδειγμα του Κυπριακού. Πράγματι, η τουρκική πολιτική, μετά τις συμφωνίες της Ζυρίχης, ήταν να διατηρεί αμείωτες τις βλέψεις στο νησί, μέχρις ότου της δοθεί η ευκαιρία να πραγματοποιήσει τον στόχο της. Το επέτυχε γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η τουρκική πολιτική είναι μακροπρόθεσμη.
Από ελληνικής πλευράς έχουμε μεν δίκιο να υποστηρίζουμε ότι η συνέχιση του διαλόγου είναι χρήσιμη. Βεβαίως η χρησιμότητα αυτή εξαρτάται απολύτως από τη σωστή ερμηνεία των όσων ισχυρίζονται οι Τούρκοι κατά καιρούς απροκάλυπτα, και με τα οποία δίνουν τα ανελαστικά όρια των τουρκικών θέσεων στη διπλωματική αντιπαράθεση που έχει με την Ελλάδα.
Δυστυχώς, στο παρελθόν άλλες κυβερνήσεις επιδείκνυαν μία συμπεριφορά που… εμπλούτιζε τα δικαιώματα της Άγκυρας στον αγώνα των διεκδικήσεων απέναντι στην Ελλάδα. Ας μη λησμονούμε λ.χ. ότι κατά τη δεύτερη κυβερνητική θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου είχαμε την αποδοχή της αποχής από έρευνες για πετρέλαιο, ακόμη και σε περιοχές του βορειοανατολικού Αιγαίου που δεν αμφισβητούσε η Τουρκία! Και στη συνέχεια είχαμε, επί κυβερνήσεων Σημίτη, την αποδοχή των γκρίζων ζωνών, όσον αφορά τις βραχονησίδες στο Αιγαίο, την αποφυγή εγκατάστασης των πυραυλικών συστημάτων S-300 στην Κύπρο, αλλά και την αναγνώριση, ως αποτέλεσμα της συνάντησης της Μαδρίτης, της ύπαρξης «ζωτικών συμφερόντων» της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Οι υπομνήσεις αυτές είναι αναγκαίες, διότι αυτά που είπε ο συνεταίρος στην κυβέρνηση Ερντογάν, εκφράζοντας, προφανώς, τις επίσημες θέσεις της κυβέρνησης που στηρίζει, δεν αφήνουν περιθώρια προώθησης μιας συνεργασίας και συνεννόησης επί δικαίας βάσεως.
Έτσι βλέπουμε ότι:
Πρώτον, η Τουρκία δείχνει με κάθε ευκαιρία ότι είναι συνεπής προς την πολιτική της και, άρα, παραμένει αποφασισμένη να συνεχίσει τον διάλογο με την Ελλάδα, πέραν του υπάρχοντος σήμερα πλαισίου. Δηλαδή, επί των θεμάτων που δεν θεωρεί η Ελλάδα ότι είναι αντικείμενα διαλόγου.
Δεύτερον, η Τουρκία δεν αίρει την πολεμική απειλή του casus belli, στην περίπτωση που η Ελλάδα προχωρούσε στην επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Τρίτον, η Τουρκία μάς υπενθυμίζει ότι έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο, κάτι που σε τελευταία ανάλυση νομιμοποιείται να το επικαλεσθεί, μετά τη συμφωνία της Μαδρίτης.
Τέταρτον, κατά την Τουρκία, οποιαδήποτε διεθνής συμφωνία για να υλοποιηθεί πρέπει να είναι αποδεκτή και από αυτήν και να μη γίνεται καταχρηστική εφαρμογή της από την άλλη χώρα. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις της για την αποδοχή της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων -τα οποία μάλιστα διεκδικεί (!!!)- αλλά και της ελληνικότητας των περί το δωδεκανησιακό σύμπλεγμα νησίδων και βραχονησίδων.
Πέμπτον, η Τουρκία επιμένει στη λύση των δύο κρατών στην Κύπρο μη αποδεχόμενη μία δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία. Και έχει δίκιο έμπειρος Έλληνας διπλωμάτης, ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο, όταν η Τουρκία δεχόταν τη συνομοσπονδία ως μεταβατική λύση, είχε πει ότι «η λύση είναι μεταβατική μέχρι να καταλάβουν και το υπόλοιπο νησί»!
Αυτό είναι το σημερινό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έτσι θα παραμείνει, αν δεν χειροτερεύσει. Άλλωστε, οι κατά καιρούς αποστροφές των Τούρκων επισήμων είναι για να υπενθυμίζουν στην ελληνική πλευρά πώς έχει η κατάσταση και να μην τρέφει αυταπάτες…
Εφημερίδα Απογευματινή