Πέραν των άλλων ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε παρουσία στο Νταβός με τηλεδιάσκεψη, όπου έδειξε πώς θα κινήσει την οικονομία της χώρας του. Άσχετα αν κάποιοι το ορίσουν ως εθνικοποίηση της οικονομίας ή ως επιστροφή στο δόγμα Μονρόε του απομονωτισμού για την Αμερική, έντονες θα είναι οι επιπτώσεις για την Ευρώπη, είτε τεθούν τελικά δασμοί είτε μείνουν στο συρτάρι. Ο Ντ. Τραμπ κάνει απλές, ευθείες κινήσεις με μεγάλο βάθος συνεπειών για τη διεθνή, και περισσότερο για την ευρωπαϊκή οικονομία. Προσκαλεί τις επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν στην αμερικανική επικράτεια. Προσφέρει χαμηλό κόστος ενέργειας, με τη χρήση ακόμη και λιγνίτη, χαμηλή φορολογία, της τάξης του 15%, και φυσικά μια μεγάλη αγορά όπως αυτή των ΗΠΑ, με πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία που εκτός των άλλων προσφέρουν τα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης ή του Σικάγου.
Οι ΗΠΑ, πέραν του χαμηλού κόστους παραγωγής και φορολογίας, είναι γνωστό ότι προσφέρουν ασφάλεια επενδύσεων, κινητικότητα στην επιχειρηματικότητα και τις συνεργασίες εταιρειών και ενδεχομένως κίνητρα που θα προστεθούν σε νομισματική βάση άλλης φιλοσοφίας από το ευρώ, το δολάριο. Ο Τραμπ επιδιώκει επίσης, και προφανώς θα το πετύχει, χαμηλά επιτόκια. Πριν ακόμη από την ανάληψη της ηγεσίας από τους Ρεπουμπλικανούς, επί προεδρίας Μπάιντεν, οι επιδοτήσεις που προσφέρονταν στις εταιρείες για επενδύσεις στις ΗΠΑ ήταν αρκετές για να ενθαρρυνθεί ένα κύμα μετεγκατάστασης επιχειρήσεων από τη μια ακτή του Ατλαντικού στην άλλη. Ακόμη και στην Ελλάδα την προηγούμενη διετία υπήρξαν σοβαρές συζητήσεις με τη συμμετοχή κεντρικών ομίλων της χώρας για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και συνθηκών στην Ευρώπη και για τις ευκαιρίες που δίδουν οι πολιτικές επιλογές στην Αμερική. Υπήρξαν συγκεκριμένα πολύ εμφατικές εκτιμήσεις και ανακοινώσεις από τον Ευ. Μυτιληναίο αλλά και τις άλλες παραδοσιακές οικογένειες του ΣΕΒ.
Στις παρούσες συνθήκες πιο επιθετικού ανταγωνισμού στη Δύση είναι φανερό ότι η Ουάσινγκτον επιλέγει να συγκεντρώσει στο αμερικανικό έδαφος εταιρείες, εργοστάσια και επενδύσεις. Θα είναι μάλλον περίεργο πλέον μια εταιρεία να σηκώνει κεφάλαια από τα αμερικανικά χρηματιστήρια και να τα τοποθετεί έξω από την επικράτεια της ομοσπονδίας. Αντίθετα, για πολλούς λόγους μια εταιρεία θα επιλέγει την αμερικανική αγορά στην επέκτασή της από την ευρωπαϊκή, ακόμη και αν συνεχίσει να διατηρεί βάση στην Ευρώπη. Στη λογική Τραμπ, που πάντα ακολουθεί τη μέθοδο «μαστίγιο και καρότο», απέναντι στη χαμηλή φορολογία, για τους ομίλους που δεν θα επιλέξουν να αποκτήσουν παραγωγική βάση στην Αμερική επιθυμούν όμως να εξάγουν σε αυτήν, η φορολογία υπό τη μορφή δασμών θα κινείται σε κάθε περίπτωση πάνω από το 21%.
Υπάρχουν ερωτήματα για την κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά τι επιλογές θα κάνει και πιο πλαίσιο αναφοράς θα έχουν οι προτάσεις της στον οικονομικό διάλογο με την Ουάσινγκτον. Μπορεί στην Ευρώπη να κυριαρχεί επί του παρόντος ένα κλίμα ενότητας του τύπου «όλοι μαζί μπορούμε καλύτερα», αλλά στην πραγματικότητα τα δεδομένα των οικονομιών του κάθε κράτους-μέλους μπορεί να συμπίπτουν με κάποια άλλα, όχι όμως στη λογιζόμενη αντίληψη της Κομισιόν ή του άξονα Γερμανίας – Γαλλίας.
Για παράδειγμα η Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της οποίας έχουν αφήσει τον «ευρωπαϊκό μονόδρομο» την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα να διατηρεί σημαντική διμερή στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, χωρίς να είναι εκτεθειμένη στο εξωτερικό εμπόριο στην Κίνα, έχει πολλά κοινά συμφέροντα με την Ιταλία και ενδιαφέρεται να μην υπάρξουν δασμοί από τις ΗΠΑ στον πρωτογενή τομέα. Σημαντικό θα είναι εξάλλου το πώς το σύστημα Τραμπ θα αντιμετωπίσει τις διεθνείς επενδύσεις των αμερικανικών ομίλων στους τομείς όπως οι τεχνολογίες με τη χρήση ή όχι της τεχνητής νοημοσύνης και στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Τίποτα δεν έχει κριθεί για τη νέα τάξη στη Δύση, πάντως οι συνθήκες με εθνικοποίηση των οικονομιών κρύβουν πολλές προκλήσεις.