Αυτό που γίνεται φανερό από τις 8 Νοεμβρίου και μετά είναι ότι ο πρωθυπουργός οργανώνει τη χώρα για μια απρόβλεπτη διεθνώς και ευρωπαϊκά περίοδο. Υπάρχουν ρίσκα, ευκαιρίες και ενδεχομένως δομικές κρίσεις στον ορίζοντα. Όχι αυτόν της επόμενης πενταετίας ή δεκαετίας αλλά της επόμενης διετίας. Ο κ. Μητσοτάκης, ένας σώφρων και μεθοδικός πολιτικός ηγέτης, που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας από το 2019, έξι χρόνια ήδη δηλαδή, είδε αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ ότι οι άνεμοι της κανονικότητας και της σταθερότητας των συνθηκών αλλάζουν.
Το πνεύμα των καιρών θα εξελιχθεί διαφορετικά. Άρα, άσχετα με το ποιες είναι οι προσωπικές του πεποιθήσεις και το τι θεωρεί αυτός ως πολιτικός εύλογο και συστημικό, θα πρέπει να οργανώσει το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο αλλά και τις διεθνείς κινήσεις και επιλογές της χώρας έτσι ώστε οι ευκαιρίες να πολλαπλασιασθούν και τα ρίσκα να μειωθούν.
Επίσης, η συνοχή στην κοινωνία αλλά και στην πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, που εγγυάται τη σταθερότητα της διακυβέρνησης, να ενισχυθεί. Το γεγονός ότι τα εθνικά κράτη επιστρέφουν και ανταγωνίζονται μεταξύ τους ήδη σαν να μην υπάρχει αύριο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους ή σε πολλές περιπτώσεις των μεγαλοϊδεατισμών τους αποτέλεσε κώδωνα εγρήγορσης για τον πρωθυπουργό. Οι κινήσεις, οι δημόσιες αναφορές, οι εκτιμήσεις του συνάδουν με την προσαρμογή σε έναν πιο δεξιό κόσμο.
Η Ελλάδα υπό την ηγεσία του στην Κεντροδεξιά από το 2016 και τη διακυβέρνηση της χώρας από το 2019 έχει ένα προνόμιο που ακόμη και ιδιαίτερα ισχυρές χώρες στην Ευρώπη δεν το διαθέτουν. Την πολιτική σταθερότητα και τη συνεκτικότητα προβολής στόχων, χρονοδιαγράμματος και τακτικού απολογισμού μεταξύ εξαγγελιών και αποτελέσματος.
Οι ίδιοι οι πολίτες με τον τρόπο που ψηφίζουν σε διαδοχικές εκλογές κάθε τύπου, εθνικές, ευρωπαϊκές, περιφερειακές, ακόμη και αν αποστέλλουν μηνύματα διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση και ειδικά τον πρωθυπουργό, κυβερνήτη τους, δεν αποσταθεροποιούν τους πολιτικούς συσχετισμούς της χώρας. Μπορεί τα ποσοστά σε δημοσκοπήσεις και κάλπες να αυξομειώνονται μέσα σε μια συγκεκριμένη κλίμακα, αλλά η πολιτική ισχύς της πλειοψηφικής Νέας Δημοκρατίας παραμένει σε θετική διαφορά της τάξης των 8-10 μονάδων του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά τα λαμβάνει σαφώς υπόψη του ο πρωθυπουργός και, ταυτόχρονα με τους πάγιους στόχους που έχει θέσει για το επίπεδο ευημερίας με ορίζοντα το 2027, οπότε θα υπάρξουν εθνικές εκλογές, ακολουθεί μια δεξιόστροφη προσαρμογή στα διεθνή δεδομένα και δυναμικές το τελευταίο τρίμηνο.
Αρχικά επαναπροσδιόρισε την επονομαζόμενη woke ατζέντα, ευθυγραμμιζόμενος ως δημοκρατικός ηγέτης πέραν των άλλων με τη δημόσια πεποίθηση για τα όριά της. Επέλεξε ως πρόταση της Ελλάδας για την επόμενη Κομισιόν τον περιφερειάρχη Μακεδονίας κ. Τζιτζικώστα και στην παρούσα φάση για επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον κ. Τασούλα, ενώ για πρόεδρο του Κοινοβουλίου τον κ. Κακλαμάνη. Πολλοί μιλούν για δεξιά στροφή.
Όμως ο πρωθυπουργός δεν ανήκει στην ομάδα των πολιτικών που πιστεύουν δομικά στον διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστεράς. Ανήκει, αντίθετα, στην κατηγορία ηγετών που πιστεύουν ότι υπηρετούν την πατρίδα στη βάση του ρεαλισμού. Χωρίς πολλά συνθήματα και μεγαλοστομίες. Χωρίς πολιτική και κοινωνική πόλωση.
Ο κ. Μητσοτάκης κινήθηκε προς το Κέντρο, εφόσον τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και συνθηκών αυτό εξυπηρετούσε τη χώρα και τη διακυβέρνηση, ενώ τώρα στις νέες συνθήκες, παγκόσμιες και εγχώριες, κινείται προς τα δεξιά της Κεντροδεξιάς. Τα πρόσωπα, οι ρόλοι και οι συσχετισμοί διαφοροποιούνται αλλά όχι το επίπεδο διακυβέρνησης. Ο στόχος είναι και στις δύο περιόδους ο ίδιος. Η Ελλάδα να προχωρά μπροστά πιο αναβαθμισμένη, πιο ισχυρή, πιο δομημένη και συντεταγμένη. Αυτό άλλωστε ορίζεται ως εθνική πολιτική πέρα από κόμματα, συγκυρίες και πρόσωπα.
Ο κ. Μητσοτάκης είναι κυβερνήτης μιας χώρας, ενός λαού, ενός έθνους. Άσχετα με τη συγκυρία και τις συνθήκες, οι ευκαιρίες θα πρέπει να διευρύνονται. Τα ρίσκα να περιορίζονται. Οι κρίσεις να αντιμετωπίζονται.
Εφημερίδα Απογευματινή