Χρονιά-ορόσημο για το πολιτικό σύστημα αναμένεται να είναι το 2025, καθώς μέσα στη ρευστότητα που επικρατεί μετά τις ευρωεκλογές θα δρομολογηθούν μείζονος συμβολικής και ουσιαστικής σημασίας εξελίξεις -όπως λόγου χάρη η αναμενόμενη εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και η έναρξη της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση-, οι οποίες θα αποκαλύψουν τις αντοχές όλων των κομμάτων αλλά και τα περιθώρια συνεργασιών.
Τα στοιχήματα κυβέρνησης και αντιπολίτευσης προφανώς και είναι διαφορετικά, πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που δεν επέλθουν αλλαγές στον εκλογικό νόμο και επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις που δίνουν έως και… 10 κόμματα στην επόμενη Βουλή.
Προτεραιότητα της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί η θωράκιση της κυριαρχίας της σε ποσοστά άνω του 30%, που θα εξασφαλίζουν την αυτοδυναμία, και η συρρίκνωση των σχημάτων δεξιότερά της. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, καλείται να διατηρήσει την εικόνα εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης και ο Νίκος Ανδρουλάκης να «εκθρονίσει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος κατά το έκτο έτος της θητείας του εξακολουθεί να εμφανίζεται ως καταλληλότερος για πρωθυπουργός, κερδίζοντας κατά κράτος όχι μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά και τους κεντρώους ψηφοφόρους.
Η πάλαι ποτέ αίγλη του ΣΥΡΙΖΑ στην Κεντροαριστερά φαίνεται να έχει μπει πλέον στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας και το ενδεχόμενο επιστροφής -δεδομένων των χαμηλών ποσοστών- φαντάζει σενάριο, χωρίς συγκλίσεις με δυνάμεις που προήλθαν από τις διασπάσεις του.
«Υπάρχει ένας “χρυσός” κανόνας για τις κυβερνήσεις που επανεκλέγονται: η αρχή της δεύτερης θητείας είναι πάντα πιο δύσκολη και πολλές φορές αποτελεί και την αρχή του τέλους. Αυτό φυσικά δεν φαίνεται να συμβαίνει για τη Νέα Δημοκρατία», λέει στην «Απογευματινή» ο πολιτικός αναλυτής της Good Affairs, Γιώργος Τράπαλης.
Προσθέτει δε πως αν και το κυβερνών κόμμα δεν απειλείται από τις δυνάμεις στα δεξιά του (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής, ΝΙΚΗ και λοιπά κόμματα), που κινούνται αθροιστικά πέριξ του 20%, το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να προσπαθήσει να βρει και από αυτόν τον χώρο τις υπολειπόμενες μονάδες που χρειάζεται για την αυτοδυναμία. Το θέμα επίσης, όπως αναφέρει ο πολιτικός αναλυτής της Good Affairs, είναι αν ο πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να διατηρήσει την κυριαρχία του στο Κέντρο.
«Πρόκειται για έναν χώρο που παραδοσιακά δεν ήταν της Νέας Δημοκρατίας, γιατί ακόμα και στα καλύτερά της χρόνια προσπαθούσε να κερδίσει ένα κομμάτι ψηφοφόρων και όχι να “πάρει” όλο το Κέντρο. Τώρα ο κεντρώος χώρος έχει σαφή προτίμηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη», αναφέρει ο κ. Τράπαλης. «Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση για τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα φανερώσει τις προθέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για το ποιος είναι ο χώρος που εκτιμά πως μπορεί να “χτυπήσει” με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες. Και αυτή τη στιγμή φαίνεται πως αυτός ο χώρος είναι το αγαπημένο του Κέντρο», επισημαίνει.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα μπορεί ισόποσα να προωθήσει την ίδια στόχευση, καθώς θυμίζουμε πως ο νυν πρόεδρος της Βουλής, ο οποίος τυγχάνει ευρύτατης αποδοχής τόσο από τα δεξιά όσο και από το Κέντρο και την Κεντροαριστερά, εξελέγη με τις ψήφους και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Τον «μεσαίο χώρο» (επανα)διεκδικεί όμως και η Χαριλάου Τρικούπη, την ώρα που καλείται να ξεκολλήσει από τα ποσοστά πέριξ του 20%. «Το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη δική του “κατάρα”, η οποία λέγεται δημοσκοπική άνοδος μετά τις εσωκομματικές εκλογές και πτώση έπειτα από ένα χρονικό διάστημα. Το έχουμε ζήσει και το 2017 και το 2021», σημειώνει ο κ. Τράπαλης και εξηγεί πως το πρόβλημα της Χαριλάου Τρικούπη προσώρας καταγράφεται σε δύο επίπεδα.
Το ένα αφορά την κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη στους κεντρώους ψηφοφόρους. «Είναι απολύτως λογικό ο μεσαίος χώρος να έρχεται και να ψηφίζει πρόσωπο, να ψηφίζει τον πλέον κοντινό στα μάτια του πρωθυπουργήσιμο. Και αυτή τη στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει το καταλληλότερο πρόσωπο για την πρωθυπουργία της χώρας με πάρα πολύ μεγάλη διαφορά από τον όποιο δεύτερο, με πάνω από 20 μονάδες, λαμβάνοντας μεγαλύτερα ποσοστά και του ίδιου του κόμματος που ηγείται», εξηγεί ο πολιτικός αναλυτής της Good Affairs.
Το δεύτερο αφορά την πολυδιάσπαση στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κόμματα που έχουν προέλθει από αυτόν αγγίζουν το 20%. «Η δυσκολία του ΠΑΣΟΚ από εδώ και πέρα είναι να μπορέσει να πείσει αυτόν τον κόσμο πως μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας», επισημαίνει ο κ. Τράπαλης.
Με αυτά τα δεδομένα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εκτιμήσεις για επικείμενες συνεργασίες μεταξύ των δυνάμεων που τοποθετούνται στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και ο ΚΟΣΜΟΣ -σύμφωνα με τον κ. Τράπαλη- είναι τρία κόμματα που θα μπορούσαν να βρουν κοινό τόπο. «Δεν ξέρουμε αν θα τα ξαναδούμε μαζί, αλλά δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να βρεθούν πάρα πολύ κοντά.
Από την άλλη μεριά, ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας και Κίνημα Δημοκρατίας δεν μπορούν επ’ ουδενί να έχουν επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς πρόκειται για πολιτικές δυνάμεις που έφυγαν από το κόμμα με σαφείς αιχμές απέναντι στον πρώην πρωθυπουργό. Αυτό που μένει να δούμε είναι αν ο αντισυμβατικός λόγος που εκφράζουν και οι θέσεις τους θα μπορούσαν να ομογενοποιηθούν σε μία πολιτική παλέτα», αναφέρει ο πολιτικός αναλυτής της Good Affairs για κόμματα που έχουν προέλθει από τον ΣΥΡΙΖΑ και συγκεντρώνουν όλα μαζί ποσοστά κοντά στο 20%.
Πάντως, το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη φαίνεται να έχει δυνητική δυναμική εισόδου στη Βουλή. Δυνητική γιατί ακόμη μένει να δούμε πώς θα μορφοποιηθεί και αν θα αντέξει αυτή η δυναμική έως τις εκλογές, καθώς η εκλογική δεξαμενή του δεν περιορίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ -που ό,τι ήταν να πάρει το πήρε- και «τσιμπάει» ψηφοφόρους από όλους τους πολιτικούς χώρους. «Η “επιβίωση” του Κινήματος Δημοκρατίας θα φανεί από το εάν ο κύριος Κασσελάκης θα μπορούσε να κερδίσει κεντρώους ψηφοφόρους αλλά και κόσμο που έλκεται από την αντισυμβατικότητά του. Πρόκειται κυρίως για νέους ψηφοφόρους -όχι απαραίτητα ηλικιακά-, οι οποίοι μπορεί να πάνε στην κάλπη μόνο για αυτόν», λέει ο κ. Τράπαλης και προσθέτει: «Είναι μια αλήθεια ότι ο Στέφανος Κασσελάκης μπορεί να αποτελέσει υποδοχέα κόσμου, ο οποίος έχει απογοητευτεί πλήρως από τα δύο μεγάλα κόμματα που προηγούνται και θέλει να βρει μια έτερη εναλλακτική λύση, η οποία δεν ξέρει ποτέ κανείς αν την επαύριο των εκλογών μπορεί να αποτελέσει ακόμα και έναν εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο».