Αναζητώντας το χειροπιαστό όραμα των επόμενων ετών

Εφόσον είναι ισχυρή η βούληση του Κυριάκου Μητσοτάκη να ηγηθεί εκ νέου της ΝΔ στις κάλπες του 2027, τότε πρέπει να δημιουργήσει μια ικανά κυβερνητικά στελέχη
09:53 - 14 Ιανουαρίου 2025

Κάποια επετειακή εκδήλωση ή κάποια ανασκόπηση δεν έγινε – και βέβαια μέσα σε αυτή τη διεθνή και εσωτερική συγκυρία είναι λογικό. Αλλά το γεγονός παραμένει: Πριν από λίγες ημέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπλήρωσε εννιά χρόνια στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Ξεπέρασε σε διάρκεια θητείας στην ιστορία του κόμματος, που μετράει πλέον μισό αιώνα, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (που βέβαια ήταν ηγέτης και προδικτατορικά της ΕΡΕ), τον Αντώνη Σαμαρά, ενώ έφτασε και σύντομα θα ξεπεράσει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Εφόσον οι επόμενες εθνικές εκλογές γίνουν -όπως έχει ο ίδιος δεσμευτεί πολλάκις-, στο τέλος της άνοιξης του 2027, θα συμπληρώνει τότε 11,5 χρόνια στο «γαλάζιο» τιμόνι.

Στις 10 Ιανουαρίου του 2016, στον δεύτερο γύρο των εκλογών για το τότε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν και αουτσάιντερ εξαρχής, επικράτησε με 52,43% έναντι 47,57% του Ευάγγελου Μεϊμαράκη και εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ. Αρκετοί στον ΣΥΡΙΖΑ πανηγύριζαν και δεν του έδιναν καμία ελπίδα να γίνει πρωθυπουργός. Ακόμα και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, την άνοιξη του 2019 μάλιστα, έλεγε πως «δεν υπάρχει περίπτωση, ούτε μία στο εκατομμύριο, τις εθνικές εκλογές να τις κερδίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης». Αρκετοί στη Νέα Δημοκρατία, επίσης, χαμογελούσαν και πίστευαν ότι είναι θέμα χρόνου να ηττηθεί στις εκλογές ή να χάσει την προεδρία για κάποιον άλλον λόγο κι έτσι να προκηρυχθούν ξανά εσωκομματικές.

Η πραγματικότητα τους διέψευσε. Τα σημάδια ήταν εκεί ωστόσο εξαρχής: Το Σάββατο, 16 Ιανουαρίου 2016, η εφημερίδα «Παραπολιτικά» δημοσίευσε την πρώτη δημοσκόπηση μετά τις εσωκομματικές εκλογές και η ΝΔ απέκτησε πρώτη φορά (έπειτα από δυόμισι χρόνια) προβάδισμα, και μάλιστα 3,7 μονάδων, έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, με 23,6% έναντι 19,9%. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει εννιά ολόκληρα χρόνια και αυτό το προβάδισμα το έχει διατηρήσει σε όλες τις δημοσκοπήσεις, όλων των εταιρειών και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις με διψήφια διαφορά από τον δεύτερο.

Η εξήγηση για το πολιτικό αυτό φαινόμενο δεν είναι μονοδιάστατη. Ας ξεκινήσουμε από τους αντιπάλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας τού έκαναν ένα διπλό δώρο: Από τη μία διαρκώς τον υποτιμούσαν και από την άλλη δεν έπραξαν τίποτα για να ανανεώσουν το κόμμα τους σε πρόσωπα και ιδέες. Ο Στέφανος Κασσελάκης έσπρωξε τον ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια πιο βαθιά στον γκρεμό, που είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει.

Ίσως βέβαια και η ιστορική συγκυρία να μην είναι η ιδανική: Η Κεντροαριστερά σε όλο τον δυτικό κόσμο βρίσκεται την τελευταία δεκαετία διαρκώς σε ύφεση. Αν ο Φρίντριχ Μερτς του CDU σε έναν μήνα, όπως δείχνουν τα γκάλοπ, εκλεγεί καγκελάριος της Γερμανίας, τότε στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών μόλις τρία θα έχουν κεντροαριστερό κόμμα στην κυβέρνησή τους: η Ισπανία, η Δανία και η Μάλτα. Η δε πρωθυπουργός της Δανίας, Μέτε Φρεντέρικσεν, έχει υιοθετήσει μια ρητορική στο Μεταναστευτικό που θα ταίριαζε πολλές φορές καλύτερα σε κόμμα της Ακροδεξιάς…

Στα δεξιά της ΝΔ, τα κόμματα που «συνωστίζονται» εκεί μπορεί να σημείωσαν αθροιστικά καλές επιδόσεις τόσο στις τελευταίες εθνικές εκλογές όσο κυρίως στις ευρωεκλογές, ωστόσο παραμένουν κατά κύριο λόγο αρχηγικά κόμματα, χωρίς ηγετική ομάδα και κορυφαία στελέχη και χωρίς δομημένο πρόγραμμα για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Αν γινόταν ένα γκάλοπ, ποιος άραγε θα μπορούσε να ονοματίσει ένα έστω ακόμα στέλεχος της Ελληνικής Λύσης, της ΝΙΚΗΣ ή της Φωνής Λογικής πλην του αρχηγού τους και ποιος θα μπορούσε να πει μια θέση πολιτικής που έχει διατυπώσει οποιοδήποτε από τα τρία κόμματα, εκτός των δυο τριών που επαναλαμβάνουν σταθερά οι αρχηγοί τους;

Στον αντίποδα όλων αυτών, με οργάνωση και μεθοδικότητα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έχτισε» πάνω στον εμπλουτισμό της ΝΔ με καινούργια πρόσωπα τόσο από τον χώρο της πολιτικής όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και από τη δημόσια διοίκηση, στην ανανέωση του ιδεολογικού οπλοστασίου και του προγραμματικού λόγου του κόμματος και στην οικοδόμηση διεθνών συμμαχιών και περιφερειακών συνεργασιών, που βοήθησαν σημαντικά το πρωθυπουργικό προφίλ του. Είναι πολλά ακόμα που έχουν γίνει, είναι αρκετά και τα λάθη και οι παραλείψεις, αλλά σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι η ανασκόπηση μιας σχεδόν δεκαετούς προεδρίας – αυτό είναι αντικείμενο συγγραφής βιβλίου.

Το σημαντικό ίσως που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δαπάνησε πολλές ώρες του καθημερινού του χρόνου, από τις αρχές του 2017 μέχρι τα μέσα του 2019, για να προετοιμάσει από την αρχιτεκτονική της διακυβέρνησής του μέχρι τα πρόσωπα που θα στελεχώσουν νευραλγικά πόστα και από τα βασικά προτάγματα μέχρι συγκεκριμένα κομβικά νομοσχέδια. Κι αυτή η προετοιμασία σε μεγάλο βαθμό απέδωσε πολιτικά και πρακτικά την πρώτη τετραετία.

Το χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές είναι το ίδιο με αυτό που περιγράψαμε – δυόμισι χρόνια ακριβώς. Εφόσον είναι αληθινή και ισχυρή η βούλησή του να ηγηθεί εκ νέου της ΝΔ στις κάλπες του 2027, τότε τη «συνταγή» τη γνωρίζει καλά και δεν είναι άλλη από το να δημιουργήσει μια κρίσιμη μάζα ικανών κυβερνητικών και κομματικών στελεχών και εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων, που θα εργαστούν πάνω στο επόμενο αφήγημα, το χειροπιαστό όραμα των επόμενων ετών, που λείπει αυτή τη στιγμή από τη δημόσια ρητορική.

Πηγή: Εφημερίδα Απογευματινή