Το τελευταίο διάστημα έχει επικρατήσει στον δημόσιο διάλογο, είτε αυτός διεξάγεται στα social media είτε στα καφενεία είτε μέσω αρθρογραφίας ή τηλεοπτικών συζητήσεων, μια μανιχαϊστική προσέγγιση των πραγμάτων. Μπορεί να μιλάμε για τον Στέλιο Καζαντζίδη, 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, μπορεί να μιλάμε για τον Κώστα Σημίτη, τις πρώτες ώρες αφότου έγινε γνωστή η εκδημία του, αλλά η προσέγγιση γίνεται πάντα με όρους του απόλυτου καλού ή του απόλυτου κακού – σπάνια ακούς ή διαβάζεις κάτι ενδιάμεσο.
Για κάποιο λόγο είναι πολύ δύσκολο, για παράδειγμα, να μιλήσει κάποιος για έναν τραγουδιστή-θρύλο για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, που άγγιξε την ψυχή τους και επηρέασε τη ζωή τους, ο οποίος παράλληλα είχε προβληματικές πτυχές ως χαρακτήρας και ως προσωπικότητα. Είναι επίσης δύσκολο να γίνει, είκοσι χρόνια αφότου έφυγε από την εξουσία, μια ψύχραιμη και ολιστική αποτίμηση της διακυβέρνησης Σημίτη που να μην παρουσιάζει τον εκλιπόντα ούτε ως δεύτερο Καποδίστρια ή δεύτερο Βενιζέλο ούτε ως τον χειρότερο πρωθυπουργό μεταπολεμικά. Ή που να μην επιλέγει ούτε τη μία οδό ούτε την άλλη, αλλά να λέει γενικά και αόριστα ότι θα τον κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος, λες και δύο δεκαετίες απόσταση δεν είναι αρκετές για να γίνει μια πρώτη έστω ιστορική αποτίμηση.
Ο Κώστας Σημίτης ήρθε στην εξουσία μέσα από εντάσεις, επεισόδια και σκληρές εσωκομματικές συγκρούσεις το 1996 και έδωσε στο ΠΑΣΟΚ την ανανέωση που χρειαζόταν για να παραμείνει τελικά οκτώ χρόνια ακόμα στην εξουσία. Καβάλησε το κύμα του λεγόμενου τρίτου δρόμου που υιοθετούσαν τότε οι Μπιλ Κλίντον, Τόνι Μπλερ και Γκέρχαρντ Σρέντερ -το οποίο λειτούργησε ως αναμορφωτής της σοσιαλδημοκρατίας- και επιχείρησε να εφαρμόσει την ελληνική εκδοχή του. Δημιούργησε γύρω του έναν κύκλο καθηγητών ΑΕΙ, συγγραφέων, δημοσιογράφων, αναλυτών και άλλων διαμορφωτών της κοινής γνώμης που τον βοήθησαν να χτίσει ένα αφήγημα που άφησε γρήγορα πίσω του πολλά από τα λαϊκίστικα και από τα παλαιοκομματικά προτάγματα του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’70 και του ’80 – όχι όλα όμως δυστυχώς.
Είχε συγκεκριμένο όραμα για τη χώρα και ήθελε να το υλοποιήσει πάση θυσία – άσχετα αν οι θυσίες που έγιναν κόστισαν τελικά σημαντικά στη χώρα: από την υποχώρηση έναντι του «λαϊκού ΠΑΣΟΚ» και την ακύρωση εν τη γενέσει της της μεταρρύθμισης Γιαννίτση στο Ασφαλιστικό, μέχρι την ανοχή σε φαινόμενα μικρής ή μεγάλης διαφθοράς και διαπλοκής, πιθανώς για να μπορεί απερίσπαστος να προχωρά με το πρόγραμμα και τους στόχους που είχε. Παραμένει άγνωστο αν γνώριζε π.χ. το βάθος και την έκταση της διαφθοράς στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας επί υπουργίας Άκη Τσοχατζόπουλου, αλλά δεν είναι εύκολα πιστευτό ότι δεν είχε την παραμικρή εικόνα για κανένα από όλα αυτά τα δυσώδη που αποκαλύφθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα.
Οι στόχοι που έβαλε ήταν συγκεκριμένοι και μεγάλοι. Και πράγματι αυτοί τους οποίους πέτυχε να υλοποιήσει άλλαξαν την Ελλάδα προς το καλύτερο: η αποπολιτικοποίηση μέρους της δημόσιας διοίκησης, με την ίδρυση Ανεξάρτητων Αρχών και παράλληλα τη στήριξη και ενίσχυσή τους.
Η ένταξη στην Οικονομική Νομισματική Ένωση και η υιοθέτηση του ευρώ (όταν λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έφτασε το 10%, ποιος άραγε θυμόταν ότι από το 1973 μέχρι το 1995 ήταν σταθερά σε διψήφια ποσοστά στη χώρα μας και είχε ξεπεράσει ακόμα και το 20%;). Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση – χωρίς μάλιστα να έχει επιλυθεί το Κυπριακό.
Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, που έστρεψαν τα φώτα όλου του κόσμου στην Ελλάδα και της προσέδωσαν κύρος και διεθνή αναγνώριση, αν και οι καθυστερήσεις και η αβελτηρία της περιόδου 1997-2000 κόστισαν πολύ ακριβά – στην κυριολεξία εδώ. Η αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, με αρκετές και σημαντικές θεσμικές τομές. Η ίδρυση των ΚΕΠ, που βελτίωσε την παροχή υπηρεσιών του Δημοσίου προς τους πολίτες.
Όλα αυτά αποτελούν παρακαταθήκες πάνω στις οποίες έχτισαν όλες ουσιαστικά οι επόμενες κυβερνήσεις, χωρίς καμία να τις αμφισβητήσει έμπρακτα, ακόμα και στη δύσκολη και ταραγμένη περίοδο των μνημονίων. Η αλόγιστη αύξηση του μεγέθους του Δημοσίου ωστόσο, όπως και των μισθών, των συντάξεων, των επιδομάτων, του κόστους δημοσίων έργων και εξοπλιστικών προγραμμάτων, χωρίς τίποτα από όλα αυτά να συνάδει με την παραγωγικότητα της χώρας, είναι κάτι που έβαλε ένα σημαντικό λιθαράκι στο οικοδόμημα που γκρεμίστηκε με πάταγο τον Μάιο του 2010.
Αλίμονο εξάλλου αν κάποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της χρεωκοπίας εν μιά νυκτί και όχι ως αποτέλεσμα πολιτικών τριών και πλέον δεκαετιών.
Τουλάχιστον ο Σημίτης είχε την πρόνοια να στείλει δημόσια ένα σήμα κινδύνου σχετικά εγκαίρως. Όπως είπε τον Δεκέμβριο του 2008 από το βήμα της Βουλής, «η Ελλάδα, πιστεύουν (σ.σ.: στην Κομισιόν), καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Πηγή: Εφημερίδα Απογευματινή