Η επιλογή του πρωθυπουργού για την επόμενη διετία έχει γίνει φανερή από το τέλος του 2024. Και συγκεκριμένα από τη μεγαλύτερη τελευταία κοινοβουλευτική διαδικασία της συζήτησης του προϋπολογισμού του 2025, που αποτελεί επί της ουσίας ταυτόχρονα και έναν απολογισμό για το πώς κινήθηκε η οικονομία και οι συνολικές κυβερνητικές πολιτικές το 2024.
Ο κ. Μητσοτάκης στη συζήτηση αυτή βρήκε την ευκαιρία να προχωρήσει και σε μια σύνοψη όσων έχουν εξελιχθεί σε βάθος πενταετίας, του συνόλου της διακυβέρνησής του δηλαδή, στην κατεύθυνση της ανασυγκρότησης της χώρας και της ανάκτησης του επιπέδου ευημερίας που της στέρησε η επιβεβλημένη περιοριστική δημοσιονομική στρατηγική της προηγούμενης δεκαετίας.
Ο πρωθυπουργός μάλιστα έχει δείξει όλο το τελευταίο διάστημα ότι αναγνωρίζει στον ρόλο του το να κεφαλαιοποιεί πολιτικές και να δείχνει στους Έλληνες την πορεία που έχει επιλέξει για τη χώρα και όχι να εξηγεί και να αναλύει νομοσχέδια, που ουσιαστικά είναι η δουλειά των υπουργών του. Στην παρούσα φάση και, αν λάβουμε υπόψη μας τόσο τις ανακοινώσεις από τα υπουργικά συμβούλια όσο και τη δημοσιογραφική πληροφόρηση για τα όσα συζητιούνται στο πρωθυπουργικό επιτελείο και τις συναντήσεις με τους υπουργούς, η διακυβέρνηση θα κινηθεί προς στήριξη της μεσαίας εισοδηματικής και κοινωνικής τάξης των Ελλήνων, αφήνοντας τη μονομέρεια των ευπαθών ομάδων. Αυτό είναι λογικό. Γιατί, αφού η οικονομία αποκτά και διατηρεί θετικά δεδομένα από χρόνο σε χρόνο και αφού έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση, που ήταν η στήριξη των ευπαθών από πλευράς εισοδήματος και συνθηκών καθημερινότητας ομάδων, τώρα πλέον θα πρέπει η προσοχή της κεντρικής κυβέρνησης αλλά και των περιφερειακών δομών της αυτοδιοίκησης να κινηθούν στην ενίσχυση της ευημερίας της μέσης τάξης. Ο όγκος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην Ελλάδα κινείται σε αυτό το πεδίο.
Αλλά για να στηριχθεί η μεσαία τάξη, προϋποτίθεται ότι θα αλλάξουν οι επιδοματικές πολιτικές. Επίσης οι ad hoc οικονομικές υποστηρίξεις θα πρέπει να λάβουν πιο μόνιμο χαρακτήρα. Οι αυξήσεις στα εισοδήματα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα με βαθμηδόν μείωση φόρων θα πρέπει να υποστηριχθούν με κεντρικές πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων και φυσικά των συντάξεων σε μόνιμη βάση ανακτώντας μέρος των απωλειών της μνημονιακής περιόδου. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη πεποίθηση στις πολιτικές που υιοθετούνται και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη θετική πορεία των δεικτών που καταγράφονται και στη βάση των οποίων αξιολογείται η ελληνική οικονομία, τόσο σε επίπεδο Κομισιόν όσο και στο πεδίο των διεθνών επενδυτικών οίκων.
Ο κ. Μητσοτάκης, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που έχουμε στα δημοσιογραφικά γραφεία, έχει δώσει ήδη κατευθύνσεις και χρόνο στα οικονομικά επιτελεία του να μελετήσουν μια διαφορετική στρατηγική στη φορολογία, λαμβάνοντας υπόψη και τις τεχνικές δυνατότητες που έχουν αποκτηθεί για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, ώστε μέσα στο 2025 να υπάρξουν στρατηγικές ανακοινώσεις, με βάθος προοπτικής δηλαδή που θα δώσουν νέα δεδομένα στα μέσα εισοδήματα των υπαλλήλων, των ενστόλων, των συνταξιούχων, των επαγγελματιών και των επιχειρηματιών περιορισμένου όγκου.
Από τις στήλες της εφημερίδας ήδη προ μηνών έχει τεθεί και το ζήτημα του περιορισμού των φοροαπαλλαγών, προκείμενου όχι μόνον να προκύψει φορολογική δικαιοσύνη αλλά και να αποκτηθούν πόροι στα δημόσια οικονομικά που θα επιτρέψουν τη διάχυση επιπλέον ευημερίας στα μέσα νοικοκυριά, άρα και περιθώρια επέκτασης της δραστηριότητας των πιο μικρών-μεσαίων επιχειρήσεων οικογενειακού τύπου.
Στη βάση αυτή και μελετώντας τα όσα θα συμβούν στο πρώτο εξάμηνο του 2025 σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου όλα δείχνουν ρευστά, με την οικονομική ζώνη του ευρώ σε καθήλωση, θα πρέπει να υπολογίζουμε σημαντικές ανακοινώσεις στη ΔΕΘ του Σεπτεμβρίου, στη πορεία για την κατάρτιση και συζήτηση του προϋπολογισμού του 2026.
Στην παρούσα φάση οκτώ υπουργοί θα βρεθούν στο προσκήνιο με συγκεκριμένα σχέδια νόμου και κυβερνητικές πρωτοβουλίες.