Η Ελλάδα, η Κύπρος και το «new deal»

Οι συνομιλίες Μητσοτάκη - Χριστοδουλίδη δείχνουν ότι τα δύο κράτη προχωρούν σε ευρύ γεωπολιτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτιστικό πλαίσιο εναρμόνισης
18:27 - 28 Νοέμβριος 2024

Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κύπρο, επικεφαλής ενός κλιμακίου 6 υπουργών και 7 υφυπουργών, για τη δεύτερη Διακυβερνητική Σύνοδο σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας εποχής όχι μόνο για τη γεωπολιτική θέση των δύο χωρών του Ελληνισμού αλλά και για ενότητα της στρατηγικής μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν είναι μια φλυαρία αλλά η πραγματικότητα. Από την εποχή της ανεξαρτησίας της Κύπρου ως εθνικού κράτους σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο ποτέ και σε καμία διεθνή συγκυρία δεν επετεύχθη αυτό που σήμερα καταγράφεται. Ελλάδα και Κύπρος να βρίσκονται διεθνοπολιτικά στο ίδιο στρατόπεδο. Η Κύπρος ανήκε εμμονικά για παράδειγμα τις εποχές του Μακαρίου στο στρατόπεδο των «Αδεσμεύτων». Στον Τρίτο Κόσμο δηλαδή με τα δεδομένα του παλιού Ψυχρού Πολέμου, με τους δύο πόλους, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Αντίθετα η Ελλάδα είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ μαζί με την Τουρκία από τη δεκαετία του 1950 και μόνιμος στόχος της ήταν η ένταξή της στην ΕΟΚ, γεγονός που πέτυχε ήδη το 1980, αποτελώντας το 10ο κατά σειρά μέλος της κοινότητας.

Η Κύπρος από τη δεκαετία του 1990 όταν συζητείτο, υπό συνθήκες κατοχής πλέον στο βόρειο τμήμα της, απέκτησε διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, στο πλαίσιο της μεγάλης διεύρυνσης τότε, αλλά μέχρι και τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσε χρηματοοικονομική βάση κεφαλαίων και εταιρειών της Ρωσίας, με «μαύρα κεφάλαια» στο τραπεζικό της σύστημα αλλά και χαρτοφυλάκια εταιρειών στα μεγάλα δικηγορικά της γραφεία, αφού πρόσφερε προνόμια περίπου offshore χώρας σε επιχειρηματικά αλλά και «σκοτεινά» κεφάλαια.

Στην παρούσα φάση υπό τη διοίκηση Χριστοδουλίδη η Κύπρος έχει προσχωρήσει στο δυτικό στρατόπεδο σε ανάλογο επίπεδο με την Ελλάδα, άσχετα αν η Τουρκία ασκεί βέτο για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Η αναβαθμισμένη σχέση με τις ΗΠΑ, που εξελίσσεται, οι συγκλίσεις στην Ανατολική Μεσόγειο όχι μόνο στο γεωπολιτικό πεδίο αλλά και στο ενεργειακό με τις συμμαχικές χώρες στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, η πορεία της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης της έχουν δώσει ένα πολύ πιο ασφαλές περιβάλλον ισχύος.

Φυσικά η Τουρκία προβάλλει μια στρατηγική δύο κρατών ως διαδικασία επίλυσης του καθεστώτος κατοχής στο βόρειο τμήμα της, αλλά το εγγύς μέλλον και ειδικά η κλιμάκωση ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ δίνει νέα δεδομένα στην προοπτική. Το πολύ σημαντικό για την Κύπρο, που τη φέρνει σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τη στρατηγική της Ελλάδας και ειδικά με τις κινήσεις και τις επιλογές της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι η αναβαθμισμένη σχέση της με τις ΗΠΑ. Σειρά από αμερικανικές βάσεις σχεδιάζονται επί των ελεύθερων κυπριακών εδαφών και λιμανιών, ενώ η Ουάσινγκτον, θέλοντας να επιδείξει τη σημασία που δίδει στην αναβάθμιση των σχέσεών της με την Κύπρο, ελάχιστες ημέρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές διατράνωσε τη νέα στενή σχέση υποδεχόμενη στο Οβάλ Γραφείο -ο πρόεδρος Μπάιντεν και υψηλοί αξιωματούχοι εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ-, πέραν των αρμοδίων υπουργών, τον Κύπριο Πρόεδρο Χριστοδουλίδη.

Οι πόλεμοι, από την άλλη, στους οποίους αναγκάσθηκε να εμπλακεί το Ισραήλ, απέναντι σε οργανώσεις τρομοκρατίας όπως η Χαμάς ή η Χεζμπολάχ, έδειξαν τη σημασία των στενών δεσμών και σε δυσχερείς συνθήκες που έχουν αναπτυχθεί στο τρίγωνο Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ και ΗΠΑ, σε συντονισμό με τις εκλεκτικές στενές σχέσεις με αραβικές χώρες και την Αίγυπτο φυσικά στη διαδρομή των «συμφωνιών του Αβραάμ», με τελικό προορισμό την Ινδία στην Ανατολή.

Η επίσκεψη και οι συνομιλίες Μητσοτάκη – Χριστοδουλίδη με ευρείες αντιπροσωπείες υπουργών για διάφορα και διαφορετικά επίπεδα εναρμόνισης και συνεργασίας δείχνουν ότι τα δύο κράτη του Ελληνισμού προχωρούν σε ένα ευρύ γεωπολιτικό, οικονομικό, ενεργειακό και πολιτιστικό πλαίσιο εναρμόνισης, ενόψει του επερχόμενου «new deal» για την ευρύτερη περιοχή που τις επηρεάζει.