Με εύχαρο τρόπο και χωρίς άγχος υποδεχθήκαμε χθες στην Αθήνα τον νέο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, στην πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Έχοντας υιοθετήσει μια απολύτως καθαρή θέση στον πόλεμο στην Ουκρανία, στο πλευρό του Κιέβου, υποστηρίζοντας το μέτωπο απέναντι στην τρομοκρατία της Τζιχάντ στην Ανατολή και έχοντας παραδοσιακά στρατιωτικές δαπάνες πάνω από το όριο του 2% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται, οι συζητήσεις και οι δηλώσεις στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό δεν θα μπορούσε να είναι σε άλλο ύφος από αυτό που ήταν.
Ο κ. Ρούτε προερχόμενος από την Τουρκία και τις συζητήσεις που είχε εκεί με τον πρόεδρο Ερντογάν είχε ως στόχο να σταθεροποιήσει με κάποιον τρόπο τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, που μπορεί να έχει αναταράξεις εξαιτίας της διμερούς διαφοράς και του στρατιωτικού ανταγωνισμού αλλά και των εξελίξεων που θα υπάρξουν σε γεωπολιτικό επίπεδο ειδικά στη Μέση Ανατολή.
Η Ελλάδα επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη έχει σαφή τοποθέτηση στη «δυτική πλευρά» της ιστορίας, μη διατηρώντας αποστάσεις μεταξύ Ευρώπης – ΗΠΑ και Κίνας – Ρωσίας, όπως για παράδειγμα επέλεξε η Τουρκία. Στο μέτωπο δε της συμμαχίας με το Ισραήλ, που βρέθηκε στην ανάγκη να αντιδράσει με στρατιωτικά μέσα μετά την τρομοκρατική επίθεση που δέχθηκε επί των εδαφών του από ομάδες εκτελεστών της Χαμάς και της Τζιχάντ, η Ελλάδα κράτησε μια «πολιτική αρχών» σε σχέση με την ανθρωπιστική κρίση που προέκυψε σε βάρος των Παλαιστινίων της Γάζας, αλλά δεν διατάραξε το περιβάλλον που με τη δική της συμμετοχή -όπως και της Κύπρου- δεσπόζει στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και το μέτωπο της Βορείου Αφρικής με κεντρική δύναμη την Αίγυπτο. Η Ελλάδα ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, με ειδικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και εκλεκτικές περιφερειακά με το Ισραήλ και σημαντικά κράτη των Αράβων στην προοπτική των «συμφωνιών του Αβραάμ», διαχώρισε τη θέση της από την ισλαμική Τζιχάντ και τη στάση της Τουρκίας και του Ιράν σχετικά. Η αποστολή πολεμικού πλοίου στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου η ασφάλεια των εμπορικών δυτικών πλοίων απειλείται από τους Χούθι, αναδεικνύει και την ταυτότητά της ως κύριας ναυτικής δύναμης μεταξύ των δυτικών.
Υπάρχει ένας επίμονος αντίλογος και αμφισβήτηση για την ελληνική στρατηγική αυτή από συντηρητικές δυνάμεις και σχολές σκέψης και διεθνούς πολιτικής, πέραν των γνωστών από την πλευρά της Αριστεράς. Αυτός προβάλλει τη στάση «ουδετερότητας» απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα ως συνταγή επιτυχίας και επίδειξη πατριωτισμού, ενώ την καχυποψία απέναντι στις δυτικές δυνάμεις, ειδικά τις ΗΠΑ, ή τον ετεροκαθορισμό στις στρατηγικές συμμαχίες της χώρας, όπως το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη, ως υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων. Οι σχολές αυτές, που υπηρετήθηκαν κατά το παρελθόν και από τις κυβερνήσεις Καραμανλή, κουβαλάνε σύνδρομα του προηγούμενου αιώνα και της παλαιοδεξιάς, απέναντι στη διεθνή πολιτική Ελ. Βενιζέλου και Μεταξά.
Ουσιαστικά θεωρούν στρατηγικό σφάλμα την «επένδυση» εθνικών συμφερόντων και προτεραιοτήτων σε συμφέροντα άλλων, εννοούν δυτικών και ειδικά των Αμερικανών. Επί της ουσίας δεν αντιλαμβάνονται ότι οι εθνικές επιτυχίες και νίκες από την εθνική επανάσταση και το 1912-13 μέχρι και σήμερα βασίστηκαν σε αυτή τη στρατηγική. Αντίθετα η «ουδετερότητα» φέρνει την Ελλάδα σε θέση γεωπολιτικού υποσυνόλου της Τουρκίας και «αναξιόπιστου συμμάχου», άρα αναλώσιμης δύναμης τόσο για τους δυτικούς συμμάχους όσο και για τον ασιατικό ανταγωνισμό. Στην περίπτωση που ακολουθούσαμε ή επιλέγαμε μια στάση «ουδετερότητας» στην παγκόσμια αναδιάρθρωση που εξελίσσεται με θερμά και ψυχρά μέτωπα σύγκρουσης, ο κ. Ρούτε και κάθε κ. Ρούτε θα συζητούσε στην Τουρκία και για την εξέλιξη των θεμάτων της Ελλάδας, κάνοντας εθιμοτυπικές επισκέψεις στη χώρα μας για λόγους πρωτοκόλλου. Αυτό έδειξαν άλλωστε τα χρόνια της γεωπολιτικής αδράνειας και ένα σερί από… εθνικές ήττες του Ελληνισμού.