Στον προϋπολογισμό του 2025 καταγράφονται φοροαπαλλαγές στο περυσινό έτος που φθάνουν τα 18,8 δισ. ευρώ. Σε αυτές προφανώς συμπεριλαμβάνονται και όσες είναι μέρος των αποζημιώσεων για φυσικές καταστροφές. Παρ’ όλα αυτά οι φοροαπαλλαγές ως απώλειες εσόδων για το κράτος είναι εξόχως υψηλές, αν μάλιστα συγκρίνουμε το ποσό αυτό με τα ανάλογα για φοροαπαλλαγές του 2021, που κυμάνθηκαν -περίοδος COVID σημειωτέον- στα 12,8 δισ. ευρώ, ή το 2022, στα 15,5 δισ. ευρώ.
Η γενική στρατηγική της κυβέρνησης κινείται πέραν της μείωσης φόρων και της αύξησης μισθών, όπως έχει εξαγγείλει και υλοποιεί με συνέπεια σε ορίζοντα μέχρι το 2027, με φοροαπαλλαγές και επιδόματα. Το πλεονέκτημα που έχει αυτή η πολιτική είναι ότι ενέχει προσωρινότητα. Δηλαδή, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το οικονομικό επιτελείο εξηγούν, εφόσον έχουμε παραπάνω πλεονάσματα από αυτά που είμαστε δεσμευμένοι να πετύχουμε, τα επιστρέφουμε στους ευάλωτους για να στηριχθούν και να αντέξουν τις πληθωριστικές πιέσεις.
Αντίθετα, η κυβερνητική στρατηγική παραμένει έντονα επιφυλακτική και συντηρητική σε πιο μόνιμα μέτρα, πέραν των αυξήσεων σε μισθούς που έχει προγραμματίσει, ενώ προτιμά να οργανωθεί για οποιαδήποτε κρίση χρέους στην Ευρώπη, που μπορεί να δημιουργήσει βέρτιγκο στους οικονομικούς δείκτες της ευάλωτης Ελλάδας, προεξοφλώντας δάνεια της εποχής του πρώτου μνημονίου πολύ πριν από την ώρα τους. Αυτό για να μειώσει με γρηγορότερους ρυθμούς το δημόσιο χρέος και να το οδηγήσει σε μια ζώνη του 140%.
Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη κατηγορείται από την αντιπολίτευση και από αναλυτές ως «εταιρική». Δηλαδή ότι το κράτος λειτουργεί με κερδοσκοπικά κριτήρια όπως οι εταιρείες, αυξάνοντας τα έσοδά του στη βάση των έμμεσων φόρων με τον ενισχυμένο ΦΠΑ και στους άμεσους φόρους με την πίεση, με τη χρήση τεχνολογικών εργαλείων, στη φοροδιαφυγή. Οι επικρίσεις αυτές απαντιούνται από τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο με τη διάχυση πλεονασμάτων σε διάφορες κατηγορίες πολιτών με εφάπαξ έκτακτα επιδόματα στήριξης.
Η δυσαρέσκεια όμως σε ευρεία στρώματα της κοινωνίας δεν υποχωρεί, γιατί η μέση εισοδηματική τάξη, ετήσιων εισοδημάτων 25.000-40.000 ευρώ, νιώθει συνεχώς πιεζόμενη στην καθημερινότητά της από τον επονομαζόμενο πληθωρισμό της ακρίβειας, το ενεργειακό κόστος, άσχετα αν αυτό οφείλεται σε διαθρωτικά ζητήματα στα ευρωπαϊκά δίκτυα και το στρεβλό χρηματιστήριο της ενέργειας, αλλά και τον κανόνα της μνημονιακής προσαρμογής του μέσου μηνιαίου εισοδήματος περί τα 1.000 ευρώ.
Ο όγκος των φοροαπαλλαγών από την άλλη, ένα καθόλου φιλελεύθερο και δίκαιο εργαλείο φορολογικής πολιτικής, συνεχώς αυξάνεται, τόσο ως προς τον όγκο χρήματος που δεν φορολογείται όσο και από τις κατηγορίες αυτών που δικαιούνται απαλλαγή φόρου, που πολλαπλασιάζονται αντί να μειώνονται. Βρίσκονται ήδη πολύ πάνω από 1.000 και εξαγγέλλεται ότι θα αυξηθούν.
Υπάρχει μια ευκαιρία για σκέψη για τον πρωθυπουργό και το οικονομικό επιτελείο. Αν τα ποσά των φοροαπαλλαγών μειωθούν δραστικά, για παράδειγμα κατά 10 δισ. ευρώ στην τελευταία χρήση, θα υπάρξει περιθώριο, χωρίς να διαφοροποιηθεί η κυβερνητική στρατηγική, για κρίσιμη αναδιάρθρωση εισοδημάτων στη μέση τάξη και όχι μόνον στην κατώτερη. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δοθεί πίσω στους μισθωτούς του Δημοσίου και τους συνταξιούχους ο 13ος και 14ος μισθός. Ποσά που θα δώσουν μια έξοδο από τη μνημονιακή εμπλοκή σε ευρείες κατηγορίες του πληθυσμού.
Κάτι τέτοιο υπολογίζεται, σύμφωνα με κύκλους των εμπόρων και των επαγγελματιών, ότι θα είχε επιβάρυνση της τάξης των 2 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, με ένα κόστος της τάξης των 5 δισ. ευρώ θα μπορούσε να υπάρχει μείωση εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών, ώστε οι εταιρείες να ενθαρρυνθούν να δώσουν αυξημένες αποδοχές σε εργαζομένους τους, χωρίς να αναγκάζονται να πληρώσουν συν 70%-80% σε κόστος για αυτούς. Όλο αυτό το σκεπτικό θα μπορούσε να μελετηθεί μέχρι τη ΔΕΘ 2025 και, εφόσον δίνει διεξόδους, να αναγγελθεί για τον προϋπολογισμό του 2026.