«Τότε παρατήρησα ότι ο Παπανδρέου δεν είχε πει ακόμα τίποτα και τον ρώτησα ευθέως: “Τι θέλεις ακριβώς;” Απάντησε ότι δεν ήθελε τίποτα, αλλά ότι η Ελλάδα τα πάει πολύ άσχημα. […] “Πότε θα παρουσιάσετε στην Επιτροπή τα σχέδιά σας για αποταμίευση προς το 4%;”, ρώτησα τον Παπανδρέου. “Είναι ακόμα το ουσιαστικό, αυτή τη στιγμή, να δώσεις σήμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές ότι μπορούν να σε εμπιστευτούν ξανά”. Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Βρήκα την αντίδρασή του απίστευτη. Από τη μια υπήρχε τεράστια πίεση να δράσουμε, από την άλλη έδινε την εντύπωση ότι είχε μπροστά του την αιωνιότητα». Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο της Άγκελα Μέρκελ «Ελευθερία» (εκδ. Μεταίχμιο), που κυκλοφορεί από σήμερα στα βιβλιοπωλεία.
Αυτά λοιπόν, στις αρχές του 2010. Στο ξεκίνημα της κρίσης χρέους. Χωρίς πλήρη επίγνωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και του βάθους του προβλήματος και χωρίς ένα συγκροτημένο σχέδιο, έστω στις βασικές του γραμμές και τον πυρήνα του, για την έξοδο από την κρίση, που δεν ερχόταν – ήταν ήδη εκεί.
Πέντε χρόνια και τρεις κυβερνήσεις αργότερα, στην Αθήνα εξακολουθούσε να υπάρχει έλλειψη πλήρους επίγνωσης και έλλειψη συγκεκριμένου σχεδίου, με άλλους ενοίκους στο Μέγαρο Μαξίμου βέβαια και με άλλη πολιτική κουλτούρα και νοοτροπία. Στις 8 Ιουνίου του 2015, «ο Μοσκοβισί περίμενε, όπως του είχαν υποσχεθεί, συγκεκριμένες προτάσεις για ισοδύναμα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις περικοπές των συντάξεων. Για μια ακόμα φορά, οι Έλληνες εμφανίστηκαν απροετοίμαστοι και με άδεια χέρια». Τα παραπάνω καταγράφονται στο βιβλίο «Η τελευταία μπλόφα» (Ε. Βαρβιτσιώτη & Β. Δενδρινού, εκδ. Παπαδόπουλος).
Το βιβλίο της πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας έρχεται ως μια θλιβερή υπενθύμιση του πώς η χώρα μας εισήλθε σε περίοδο κρίσης, πώς στη συνέχεια μπήκε πιο βαθιά σε αυτή και πώς χρειάστηκαν πολύ περισσότερα χρόνια και πολύ μεγαλύτερες θυσίες για να βγει τελικά. Ακόμα και αν δεχθούμε βέβαια ότι καταγράφει τα γεγονότα από τη δική της οπτική γωνία και με την υποκειμενική της ματιά, τα γεγονότα δυστυχώς παραμένουν: Χωρίς στοιχειώδη εθνική συνεννόηση σε πολιτικό επίπεδο, χωρίς ένα βασικό έστω ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο σχέδιο δράσης, χωρίς την απαιτούμενη τεχνοκρατική επάρκεια σε πολλά επίπεδα, η Ελλάδα βυθίστηκε στην κρίση και ακόμα και σήμερα πληρώνει τις συνέπειές της.
Τι θα μπορούσε όμως, θα αναρωτηθεί κανείς καλόπιστα, να αντιτάξει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010 ή η κυβέρνηση της ΝΔ νωρίτερα ή η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ αργότερα ή εκείνη των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ; Δεν θα μπούμε ασφαλώς στις λεπτομέρειες των μνημονίων και των εκατοντάδων εφαρμοστικών νόμων και των χιλιάδων εγκυκλίων. Θα μείνουμε στο πιο ουσιώδες ίσως κομμάτι: Τι είναι αυτό που έπρεπε να μείνει ανέπαφο στην οργάνωση και δομή της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και τη διάρθρωση της οικονομίας, ώστε να οδηγήσει τη χώρα στη συνέχεια με ασφάλεια μακριά από την κρίση και να διασφαλίσει τη γρήγορη επάνοδο στην πρόοδο και την ανάπτυξη στη συνέχεια;
Διαδοχικές κυβερνήσεις απέτυχαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Η Ιρλανδία, για παράδειγμα, που επίσης υπέγραψε μνημόνιο και μπήκε σε καθεστώς επιτήρησης, αποφάσισε να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τον φόρο επιχειρήσεων στο 12,5%. Έκοψε επιδόματα, αύξησε άλλους φόρους, αλλά τον συγκεκριμένο τον άφησε ανέγγιχτο – τον αύξησε μόνο πολύ αργότερα, το 2021, όταν επήλθε παγκόσμια συμφωνία για ελάχιστο εταιρικό φόρο στο 15%. Το 2015, όπως σημείωνε πρόσφατα ο «Economist», τα έσοδα από τον φόρο επιχειρήσεων στην Ιρλανδία ήταν της τάξης των 7 δισ. ευρώ. Το 2023 έφτασαν τα 24 δισ. Η ανεργία είχε φτάσει το 2012 στο 14,6%. Φέτος έπεσε στο 4,3%, ενώ και ο πληθωρισμός έχει πέσει κάτω από 2% πλέον.
Η κυκλοφορία του βιβλίου της Μέρκελ θα δώσει την αφορμή για νέες ζωηρές συζητήσεις για το τι έγινε και τι μπορούσε να γίνει το 2010, το 2012, το 2015 κ.λπ. Θα ήταν ίσως πιο χρήσιμο να έδινε ένα έναυσμα για το τι πρέπει να γίνει το 2024. Με ολοκληρωμένες προτάσεις πολιτικής από όλα τα κόμματα, που θα έχουν αρχή, μέση και τέλος. Η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΠΑΣΟΚ τις τελευταίες ημέρες προσφέρει μια χαραμάδα αισιοδοξίας: Επιτέλους, ένα κόμμα (το ΠΑΣΟΚ) καταθέτει μια συγκεκριμένη πρόταση για μείωση του ΦΠΑ κατά 2%, το άλλο κόμμα (η ΝΔ) το κοστολογεί συγκεκριμένα στα 3 δισ. και περιμένει απάντηση για το πώς και πού θα βρεθούν τα χρήματα αυτά. Όλο αυτό αποτελεί μια καλή αρχή.