Πρώτα μια γενική επισήμανση, που αν και μοιάζει κάπως απλοϊκή, συνοψίζει σε αδρές γραμμές την κατάσταση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας: Στα 50 χρόνια της ύπαρξής της, είχε πάντοτε ένα πιο φιλελεύθερο κομμάτι κι ένα πιο συντηρητικό κομμάτι, τα οποία συνυπήρχαν άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε με δυσκολία. Όποτε ένας ηγέτης του κόμματος εξέφραζε περισσότερο το ένα κομμάτι, το άλλο κατόρθωνε αργά ή γρήγορα και συσπειρωνόταν και ασκούσε εσωκομματική αντιπολίτευση, η ένταση της οποίας ποικίλλει ανάλογα με την ιστορική περίοδο και την πολιτική συγκυρία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) το 1981, οι πρώτοι ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας ήταν καταχωρισμένοι για αρκετούς μήνες στο Ευρωκοινοβούλιο ως ανεξάρτητοι: Αφού αμφιταλαντεύτηκαν επί μακρόν μεταξύ των Φιλελεύθερων, των Συντηρητικών, των Γκολικών και του ΕΛΚ, τελικά εντάχθηκαν σύσσωμοι στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στις τάξεις του οποίου παραμένει η ΝΔ μέχρι και σήμερα. Το DNA της Νέας Δημοκρατίας, ωστόσο, περιέχει στοιχεία από όλα τα παραπάνω ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τις αντίστοιχες ιδεολογικές τους πλατφόρμες.
Για να φτάσουμε στο σήμερα και να αντιληφθούμε ποιο είναι ακριβώς το μέγεθος και η επιρροή της εσωκομματικής αντιπολίτευσης που αντιμετωπίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πρέπει απαραίτητα να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν το 1974 πρώην πρωθυπουργός επί οκταετία, ιδρυτής του κόμματος και κυρίως ο άνθρωπος που αποκατέστησε τη δημοκρατία στον τόπο. Εσωκομματική αντιπολίτευση ήταν ίσως το πιο σύντομο ανέκδοτο της εποχής, με τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες.
Η συνέχεια ήταν πολύ διαφορετική ωστόσο. Ο Γεώργιος Ράλλης αμφισβητούνταν ουσιαστικά από την πρώτη στιγμή από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος απέρριψε την πρόταση για αντιπροεδρία της κυβέρνησης που του προτάθηκε (τη δέχθηκε αρκετά αργότερα) και τελικά είδε τον Αβέρωφ να τον διαδέχεται στην ηγεσία του κόμματος.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως πρόεδρος της ΝΔ αμφισβητήθηκε από τον βασικό του εσωκομματικό αντίπαλο, Κωστή Στεφανόπουλο, ο οποίος τελικά αποχώρησε και ίδρυσε τη ΔΗΑΝΑ παίρνοντας μαζί του δέκα βουλευτές. Ως πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης είχε από την πρώτη σχεδόν ημέρα να διαχειριστεί τη λεγόμενη τότε από τον Τύπο της εποχής τρόικα, που αποτελούνταν από τον Μιλτιάδη Έβερτ, τον Σταύρο Δήμα και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο, οι οποίοι ασκούσαν κριτική στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Παράλληλα, αναδυόταν στους κόλπους της ΝΔ η προσωπικότητα του Αντώνη Σαμαρά, που τελικά αποσκίρτησε και ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη.
Ο Κώστας Καραμανλής πριν κλείσει τον πρώτο του χρόνο ως πρόεδρος της ΝΔ γνώρισε τέτοια εσωκομματική αμφισβήτηση, που επέλεξε να διαγράψει έξι στελέχη (Σουφλιάς, Μάνος, Κοντογιαννόπουλος και, για ένα έτος, Παπαληγούρας, Τατούλης, Κάκκαλος) και να θέσει «υπεράνω κόμματος» τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του οι τότε «δελφίνοι», όπως ο Γιώργος Βουλγαράκης, προσπαθούσαν να ανοίξουν τον δικό τους βηματισμό, ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη είχε μια διακριτή ομάδα εντός του κόμματος περισσότερο, αλλά και εντός της κυβέρνησης, χωρίς να ασκήσει ποτέ ανοιχτά εσωκομματική αντιπολίτευση.
Φτάνουμε κάπως έτσι στην προεδρία Σαμαρά, με την Ντόρα Μπακογιάννη να αμφισβητεί ευθέως την κομβική επιλογή του, την καταψήφιση δηλαδή του πρώτου μνημονίου και μετά τη διαγραφή της να ιδρύει τη Δημοκρατική Συμμαχία. Χρήστος Μαρκογιαννάκης, Κώστας Κιλτίδης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, Λευτέρης Αυγενάκης, Γιώργος Κοντογιάννης ήταν οι βουλευτές που την ακολούθησαν στο νέο κόμμα.
Δεν τα γράφουμε όλα αυτά ούτε γιατί μας έπιασε κάποια νοσταλγία για το παρελθόν ούτε γιατί διεκδικεί αυτό το σημείωμα χαρακτήρα ιστορικής ανασκόπησης. Αλλά γιατί δίνουν το μέτρο της σύγκρισης με το σήμερα. Σε δύο μήνες από τώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπληρώνει εννέα χρόνια στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όντας ο δεύτερος μακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία της μετά τον Κώστα Καραμανλή. Από τους τρεις εσωκομματικούς αντιπάλους του το 2015, ο ένας (Γεωργιάδης) είναι υπουργός της κυβέρνησής του, ο άλλος (Τζιτζικώστας) επίτροπος στην ΕΕ και ο βασικός (Μεϊμαράκης) είναι ευρωβουλευτής, χωρίς κανείς από τους τρεις να έχει ποτέ εκφράσει δημόσια αμφισβήτηση ή ένσταση για την πολιτική γραμμή που χαράσσει ο κ. Μητσοτάκης.
«Δελφίνος», με την έννοια που γνωρίσαμε τον όρο τις τελευταίες δεκαετίες, δεν υπάρχει στον ορίζοντα, ούτε κάποια οργανωμένη ομάδα εντός του κόμματος ή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ή της κυβέρνησης που να τον αμφισβητεί. Οι δύο ερωτήσεις στο Κοινοβούλιο (από 11 και 8 κυβερνητικούς βουλευτές αντίστοιχα) δεν είχαν τη συνέχεια που πολλοί ανέμεναν και αρκετοί προέβλεπαν. Οι δημόσιες παρεμβάσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών, Κ. Καραμανλή και Α. Σαμαρά, έχουν πυκνώσει και περιέχουν αιχμές, σπόντες και σκληρή κριτική, ιδίως στα λεγόμενα εθνικά θέματα.