Η Ελλάδα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική

Στην παρούσα φάση η χώρα μας έχει να υπολογίσει και να εξελίξει στρατηγική στους ανταγωνισμούς που θα κλιμακωθούν εντός της Δύσης
20:08 - 5 Νοέμβριος 2024

Οι διαμορφωτές της στρατηγικής της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική παραδοσιακά βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή παρακολουθώντας είτε περισσότερο είτε λιγότερο τη γαλλική ή γερμανική οπτική. Για παράδειγμα, οι περίοδοι διακυβέρνησης Καραμανλή είχαν σαν άξονα τη γαλλική καχυποψία στον Ατλαντισμό, που τη βάφτιζαν «ευρωπαϊσμό». Η περίοδος Σημίτη και των σοσιαλδημοκρατών, με σοβαρή όμως επιρροή σε κύκλους της Κεντροδεξιάς, δεν είχε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς τον γερμανικό ηγεμονισμό στην Ένωση, που και πάλι ονόμαζε «ευρωπαϊσμό».

Την τελευταία δεκαπενταετία, με κυβερνήσεις από εκείνες της συνοχής την εποχή των μνημονίων (την πρώτη αριστερή συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και την αυτοδύναμη διακυβέρνηση Μητσοτάκη από το 2019), η στροφή προς την αμερικανική οπτική για τη διεθνή και περιφερειακή πολιτική και τον ευρωπαϊκού τύπου «ατλαντισμό» έφερε σοβαρά αποτελέσματα στην ισχύ και το προφίλ της χώρας στη γεωπολιτική βάση, μέσω της ειδικής αναβαθμισμένης σχέσης με τις ΗΠΑ. Η πορεία αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά από τη δεύτερη θητεία Ομπάμα στον Λευκό Οίκο, συνεχίστηκε -για να μην πούμε σημείωσε «άλμα» την περίοδο της προεδρίας Τραμπ- πάνω στις ράγες που είχαν προδιαγραφεί και εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, ενός προέδρου που είχε παγιωμένες στενές σχέσεις με την ελληνική παροικία στην άλλη όχθη του ωκεανού.

Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αναβάθμισε τη θέση της στη Δύση με αφορμή τους πολέμους που προέκυψαν τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Γάζα, ενώ, με τη σταθερότητα της εξέλιξης στο πρόγραμμα της μεταμνημονιακής προσαρμογής που έχει συμφωνήσει με τις δομές της ΕΕ, εμπέδωσε μια σοβαρότητα και συνέπεια στην ευρωπαϊκή της συμμετοχή. Στα χρόνια αυτά, που η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη υποχώρησε εξαιτίας των λανθασμένων παραμέτρων στη γερμανική στρατηγική, η Ελλάδα συνέχισε να παρακολουθεί τη γαλλική πολιτική της εποχής του Μακρόν, χωρίς να χάνει τον βηματισμό της στην αναβάθμιση της συμμαχίας της με τις ΗΠΑ, αλλά και την ενίσχυση των ρόλων και της παρουσίας της στη σχέση με Ισραήλ, Αίγυπτο και τα κράτη των Αράβων στην Ανατολή.

Το «μείγμα» αυτό διεθνούς πολιτικής εντός της Δύσης εξυπηρέτησε τις εθνικές προτεραιότητες, όπως και η σαφής και θαρραλέα τοποθέτηση του πρωθυπουργού Μητσοτάκη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο που εξελίσσεται και σήμερα. Η παρουσία μάλιστα της Ελλάδας με πολεμικά πλοία στην Ερυθρά και ανοιχτά του Λιβάνου σε συμμαχικές αποστολές δεν αποτελούν μόνον μια επίδειξη σημαίας αλλά και τη συμμετοχή ενός ένοπλου ναυτικού έθνους με τεράστια ιστορική παράδοση στη θάλασσα, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, σε συνδυασμό με τον όγκο του κυρίαρχου εμπορικού στόλου της Δύσης απέναντι στην υπερδύναμη Κίνα.

Σήμερα πλέον, περιμένοντας το αποτέλεσμα της επιλογής των Αμερικανών πολιτών και εκλεκτόρων για την επόμενη ηγεσία τους, η Ελλάδα, έχοντας συμπληρώσει τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της ως προς την προοπτική της, είναι αρκετά οργανωμένη για να συμμετάσχει με προδιαγραφές στο επόμενο power game, που είναι περισσότερο αναδιάταξη -ή μήπως διάταξη;- δυνάμεων εντός πλέον της Δύσης. Σε σχέση με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας η Ελλάδα πήρε καθαρή θέση, ακόμη και σε σύγκριση με κεντρικές δυνάμεις της Ευρώπης. Στον πόλεμο στην Ουκρανία επίσης. Ενώ στην Ανατολή ή στάση της υπήρξε πιο φοβική, αλλά τελικά ορατή ως προς τις συμμαχίες της Μεσογείου και των «συμφωνιών του Αβραάμ».

Στην παρούσα πλέον φάση έχει να υπολογίσει και να εξελίξει στρατηγική στους ανταγωνισμούς που θα κλιμακωθούν εντός της Δύσης. Ο λόγος για τον νέο «ατλαντισμό» μεταξύ Ευρώπης – ΗΠΑ. Δύσκολο «σκάκι», αν και η Ελλάδα από τα χρόνια της χρεοκοπίας έχει τη ματιά της μακριά στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Με την αίρεση πάντα του γαλλικού συσχετισμού. Κάποιοι εξακολουθούν να ετεροκαθορίζουν την Ελλάδα στην εξάρτησή της με την Τουρκία. Αυτοί έχουν χάσει τη νέα φάση της ιστορίας…