Τα πλεονάσματα, η φοροδιαφυγή και το δικαίωμα του μέσου νοικοκυριού

Η κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα να στηρίζει τα χαμηλά εισοδήματα προκειμένου να δημιουργήσει ανάσχεση στη φτώχεια
17:29 - 31 Οκτώβριος 2024

Είναι πράγματι εξόχως περίεργο ως παράλογο ότι υπάρχει μερίδα του αντιπολιτευόμενου Τύπου, εξ αριστερών και εκ δεξιών της κυβέρνησης, που τις τελευταίες εβδομάδες επιχειρεί να πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και του επικεφαλής της, κ. Πιτσιλή. Ενδεχομένως να επηρέασε σε αυτό ότι υπήρξε νομοθετική ρύθμιση που δίνει την ευχέρεια να παραμείνει επικεφαλής μιας από τις πλέον σημαντικές και αποδοτικές εν τοις πράγμασι Ανεξάρτητες Αρχές της χώρας και για μια επόμενη θητεία.

Η ΑΑΔΕ με τις τεχνολογικές αναβαθμίσεις της και την ενάργεια των ελέγχων της έχει πολύ σημαντικά αποτελέσματα τόσο στη συλλογή των εσόδων από τη φορολογία όσο και σε σχέση με την πάταξη της φοροδιαφυγής. Τα αποτελέσματά της θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως και ιστορικά σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες και πρακτικές. Τα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής προστίθενται στα προϋπολογισθέντα έσοδα των φόρων και αυτό δίνει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό έναντι των στόχων. Σύμφωνα με τη στρατηγική της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αυτά επιστρέφονται με στοχευμένες παροχές στις πιο ευάλωτες εισοδηματικά ομάδες του πληθυσμού, δίνοντάς τους «ανάσες» σε ένα πολύ δυσχερές περιβάλλον από πλευράς κόστους ζωής, με τα τρόφιμα και βασικές υπηρεσίες στην Ελλάδα να δημιουργούν συνθήκες δοκιμασίας στα μέσα νοικοκυριά αλλά και τις υπερχρεωμένες ή τις μικρές επιχειρήσεις.

Η κυβέρνηση από τη δική της πλευρά βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να ανακοινώνει πλεονάσματα πέραν των προσδοκιών και των στόχων που έχουν τεθεί, που φθάνουν για την κεντρική διοίκηση στα 8,7 δισ. ευρώ από Ιανουάριο μέχρι Σεπτέμβριο του 2024, έναντι διακηρυγμένου στόχου στα 5,2 δισ. ευρώ και αντίστοιχα έσοδα την περυσινή χρονιά στα 5,9 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα και στη στρατηγική που ακολουθείται για τη μείωση των φόρων ο πρωθυπουργός και το υπουργείο Οικονομικών ανακοινώνει νέα θετικά μέτρα, όπως η επιπλέον μείωση στην κλίμακα εισοδήματος για τα μεσαία εισοδήματα, η μείωση του τεκμηρίου εισοδήματος κατά 30%, από το 2026 όμως, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τις εταιρείες και η μείωση κατά 1,5% στις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών. Με τον τρόπο αυτόν κλιμακώνεται η μείωση των φόρων με ορίζοντα το 2027, όπως έχει δεσμευθεί ο κ. Μητσοτάκης για την τρέχουσα τετραετία. Ταυτόχρονα, από το υπουργείο Ανάπτυξης και τον κ. Θεοδωρικάκο ανακοινώθηκαν μειώσεις τιμών στο ράφι για 362 προϊόντα της τάξης του 6%-20%, ενώ προβλέπεται να φθάσουν οι μειώσεις το επόμενο χρονικό διάστημα τους 600 κωδικούς.

Εδώ προκύπτει ένα ζήτημα. Η κυβέρνηση ακολουθεί μια λογική συντηρητικής πολιτικής ως προς τα έσοδα, για να μη βρεθεί προ εκπλήξεων εξαιτίας των απρόβλεπτων διεθνών εξελίξεων και του κλίματος αστάθειας στα ευρωπαϊκά αλλά και τα διεθνή οικονομικά. Η κυβερνητική πολιτική δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο να στηρίζει από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού τα χαμηλά εισοδήματα, προκειμένου να δημιουργήσει ανάσχεση στη φτώχεια από την οποία απειλούνται. Αλλά οι πληθωριστικές πιέσεις και η ακρίβεια στο κόστος ζωής που δημιουργείται στην καθημερινότητα για τα μέσα νοικοκυριά, και όχι μόνον τα ευάλωτα, δεν αντισταθμίζεται, εξαιτίας των πολλαπλών έμμεσων φόρων, και όχι μόνον των άμεσων. Στην Ελλάδα το ύψος της έμμεσης φορολογίας από τον ΦΠΑ και τις άλλες επιβαρύνσεις δεν εναρμονίζεται με τα πιο χαμηλά εισοδήματα στη χώρα μας μετά τη δεκαετία της δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η έμμεση φορολογία κινείται σε πιο χαμηλά επίπεδα.

Υπάρχει ένα «στοίχημα», ενόψει μάλιστα εορταστικής περιόδου. Είτε η κυβέρνηση θα πετύχει μια μείωση του πληθωρισμού της ακρίβειας ορατή είτε το οικονομικό επιτελείο και ο πρωθυπουργός θα πρέπει να σκεφθούν τυχόν υλοποίηση της παλιάς δέσμευσης της Νέας Δημοκρατίας για μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 22% και από 13% σε 11%. Υπάρχουν περιθώρια πριν από το 2026;